εργατικός
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐργατικός, -ή, -όν) εργάτης
αυτός που εργάζεται φιλότιμα και αποδοτικά, φιλόπονος
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εργάτες ή στην εργασία (α. «εργατικά σωματεία» β. «εργατική νομοθεσία»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο εργατικός
εργάτης
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εργατικά
αμοιβή για την προσφορά εργασίας.
επίρρ...
ἐργατικῶς (Α)
φρ. «ἐργατικῶς πρός τι» — επωφελώς, με ωφέλεια για κάτι.