3,270,339
edits
(16) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ηδονικός]], -ή, -όν) [[ηδονή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην [[ηδονή]], αυτός που προκαλεί την [[ηδονή]], [[γλυκός]], [[τερπνός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ηδονικοί</i><br />οι οπαδοί του ιδρυτή της κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου Αρίστιππου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ηδονικός]], -ή, -όν) [[ηδονή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην [[ηδονή]], αυτός που προκαλεί την [[ηδονή]], [[γλυκός]], [[τερπνός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ηδονικοί</i><br />οι οπαδοί του ιδρυτή της κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου Αρίστιππου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ηδονικός]]<br />ο [[οπαδός]] του ηδονισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ηδονική</i><br />η [[αίρεση]] ή [[φιλοσοφία]] τών ηδονικών που δέχεται την [[ηδονή]] ώς το μεγαλύτερο [[αγαθό]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδονικώς</i> και <i>ηδονικά</i> (AM ἡδονικῶς, Μ και ἡδονικά)<br /><b>1.</b> με τρόπο ηδονικό, που προκαλεί [[ηδονή]]<br /><b>2.</b> με [[ηδονή]], με [[ευχαρίστηση]], με [[απόλαυση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γλυκά]], όμορφα («ἡδονικά ἐλάλησα», Διγ.). | ||
}} | }} |