ηδονικός

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ηδονικός, -ή, -όν) ηδονή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί
οι οπαδοί του ιδρυτή της κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου Αρίστιππου
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδονικός
ο οπαδός του ηδονισμού
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η ηδονική
η αίρεση ή φιλοσοφία τών ηδονικών που δέχεται την ηδονή ώς το μεγαλύτερο αγαθό.
επίρρ...
ηδονικώς και ηδονικά (AM ἡδονικῶς, Μ και ἡδονικά)
1. με τρόπο ηδονικό, που προκαλεί ηδονή
2. με ηδονή, με ευχαρίστηση, με απόλαυση
νεοελλ.-μσν.
γλυκά, όμορφα («ἡδονικά ἐλάλησα», Διγ.).