Anonymous

πνευματικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πνευματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[πνευματικός]], Ν [[πνεύμα]], -<i>ατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πνεύμα]] (α. «πνευματική [[επικοινωνία]]» β. «κινήσεις πνευματικαί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[πνεύμα]], ο [[άυλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πνευματικά όντα» — οι άγγελοι<br />β) «πνευματική [[σχολή]]» — ιατρική [[σχολή]] που ίδρυσε ο [[Έλληνας]] [[γιατρός]] Αθήναιος από την Αττάλεια, ο [[οποίος]], επηρεασμένος από τους Στωικούς, δίδασκε ότι στον ανθρώπινο οργανισμό υπεισέρχεται ως [[πέμπτος]] [[παράγοντας]] το [[πνεύμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πνευματικός]]<br />[[εξομολογητής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πνευματική [[αντλία]]» — [[αεραντλία]]<br />β) «πνευματική [[ελευθερία]]» — [[ελευθερία]] της πνευματικής δημιουργίας, [[ανεξαρτησία]] στην [[ανάπτυξη]] της σκέψης<br />γ) «πνευματική [[ιδιοκτησία]]» — νομικό [[δικαίωμα]] ιδιοκτησίας του πνευματικού δημιουργού στις πνευματικές του δημιουργίες, όπως [[είναι]] τα συγγράμματα, τα καλλιτεχνικά έργα, οι εφευρέσεις<br />δ) «πνευματικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ασχολούνται με πνευματικά φαινόμενα και δημιουργίες, όπως [[είναι]] η [[ψυχολογία]], η [[φιλολογία]], η [[θεολογία]] κ.ά.<br />ε) «[[πνευματικός]] [[πατέρας]]»<br />i) ο [[ιερέας]] που εξομολογεί<br />ii) ο [[νονός]]<br />στ) «πνευματικό [[τέκνο]]» — [[βαφτισιμιός]]<br />ζ) «πνευματική [[εξουσία]]» — η [[εξουσία]] της Εκκλησίας και του κλήρου [[πάνω]] στους πιστούς<br />η) «[[πνευματικός]] [[ορίζοντας]]» — [[ορίζοντας]], [[έκταση]] τών γνώσεων και τών ενδιαφερόντων ενός ατόμου<br />θ) «πνευματική [[ικανότητα]]» — η [[ικανότητα]] του σκέπτεσθαι<br />i) «[[αντικείμενο]] πνευματικής ιδιοκτησίας» — [[κάθε]] αισθητή [[εκδήλωση]] της προσωπικότητας ορισμένου ανθρώπου, η οποία αποτελεί [[έκφραση]] δημιουργικής ικανότητας και μπορεί να υπαχθεί σε μια [[τουλάχιστον]] πολιτισμική [[κατηγορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αέρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[φύση]] του αέρα, [[αέριος]]<br /><b>3.</b> αυτός που παράγει [[αέρια]] («βρώματα πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο εξογκωμένος από αέρα<br /><b>5.</b> αυτός που αναδίδει [[οσμή]]<br /><b>5.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αναπνοή]], ο [[αναπνευστικός]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πνευματικόν</i><br />η πτητική [[ιδιότητα]] διαφόρων ουσιών<br /><b>7.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ πνευματικοί</i><br />ιατρική [[σχολή]] που συσχέτιζε όλες τις αρρώστιες με πνευματικές ενέργειες<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ πνευματικὸν [[μόριον]]» — το όργανο της αναπνοής<br />β) «πνευματικὸν [[ὄργανον]]» — [[μηχανή]] που λειτουργεί, που κινείται με αέρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πνευματικώς</i> / <i>πνευματικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>πνευματικά</i> Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο που προσιδιάζει στο [[πνεύμα]], [[κατά]] τρόπο πνευματικό, άυλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[φύσημα]], με [[φούσκωμα]]<br /><b>2.</b> με μία [[αναπνοή]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πνευματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[πνευματικός]], Ν [[πνεύμα]], -<i>ατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πνεύμα]] (α. «πνευματική [[επικοινωνία]]» β. «κινήσεις πνευματικαί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[πνεύμα]], ο [[άυλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πνευματικά όντα» — οι άγγελοι<br />β) «πνευματική [[σχολή]]» — ιατρική [[σχολή]] που ίδρυσε ο [[Έλληνας]] [[γιατρός]] Αθήναιος από την Αττάλεια, ο [[οποίος]], επηρεασμένος από τους Στωικούς, δίδασκε ότι στον ανθρώπινο οργανισμό υπεισέρχεται ως [[πέμπτος]] [[παράγοντας]] το [[πνεύμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πνευματικός]]<br />[[εξομολογητής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πνευματική [[αντλία]]» — [[αεραντλία]]<br />β) «πνευματική [[ελευθερία]]» — [[ελευθερία]] της πνευματικής δημιουργίας, [[ανεξαρτησία]] στην [[ανάπτυξη]] της σκέψης<br />γ) «πνευματική [[ιδιοκτησία]]» — νομικό [[δικαίωμα]] ιδιοκτησίας του πνευματικού δημιουργού στις πνευματικές του δημιουργίες, όπως [[είναι]] τα συγγράμματα, τα καλλιτεχνικά έργα, οι εφευρέσεις<br />δ) «πνευματικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ασχολούνται με πνευματικά φαινόμενα και δημιουργίες, όπως [[είναι]] η [[ψυχολογία]], η [[φιλολογία]], η [[θεολογία]] κ.ά.<br />ε) «[[πνευματικός]] [[πατέρας]]»<br />i) ο [[ιερέας]] που εξομολογεί<br />ii) ο [[νονός]]<br />στ) «πνευματικό [[τέκνο]]» — [[βαφτισιμιός]]<br />ζ) «πνευματική [[εξουσία]]» — η [[εξουσία]] της Εκκλησίας και του κλήρου [[πάνω]] στους πιστούς<br />η) «[[πνευματικός]] [[ορίζοντας]]» — [[ορίζοντας]], [[έκταση]] τών γνώσεων και τών ενδιαφερόντων ενός ατόμου<br />θ) «πνευματική [[ικανότητα]]» — η [[ικανότητα]] του σκέπτεσθαι<br />i) «[[αντικείμενο]] πνευματικής ιδιοκτησίας» — [[κάθε]] αισθητή [[εκδήλωση]] της προσωπικότητας ορισμένου ανθρώπου, η οποία αποτελεί [[έκφραση]] δημιουργικής ικανότητας και μπορεί να υπαχθεί σε μια [[τουλάχιστον]] πολιτισμική [[κατηγορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αέρα<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[φύση]] του αέρα, [[αέριος]]<br /><b>3.</b> αυτός που παράγει [[αέρια]] («βρώματα πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> ο εξογκωμένος από αέρα<br /><b>5.</b> αυτός που αναδίδει [[οσμή]]<br /><b>5.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αναπνοή]], ο [[αναπνευστικός]]<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πνευματικόν</i><br />η πτητική [[ιδιότητα]] διαφόρων ουσιών<br /><b>7.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ πνευματικοί</i><br />ιατρική [[σχολή]] που συσχέτιζε όλες τις αρρώστιες με πνευματικές ενέργειες<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ πνευματικὸν [[μόριον]]» — το όργανο της αναπνοής<br />β) «πνευματικὸν [[ὄργανον]]» — [[μηχανή]] που λειτουργεί, που κινείται με αέρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πνευματικώς</i> / <i>πνευματικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>πνευματικά</i> Ν<br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο που προσιδιάζει στο [[πνεύμα]], [[κατά]] τρόπο πνευματικό, άυλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[φύσημα]], με [[φούσκωμα]]<br /><b>2.</b> με μία [[αναπνοή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm