Anonymous

υφέν: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>η [[" to "η [["
(44)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑφέν]], ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑφ' ἕν Α<br /><b>επίρρ.</b> (με θηλ. άρθρ. ως ουσ.) <i>η [[υφέν]]<br />(αρχ. γραμμ.) το [[σημείο]] σύνδεσης που ετίθετο [[κάτω]] από τον τελευταίο φθόγγο μιας λέξης προκειμένου να τον συνδέσει με τον αρχικό της επόμενης και να δηλώσει ότι πρόκειται για μια σύνθετη [[λέξη]] και όχι για δύο αυτοτελείς λέξεις, λ.χ. [[Ελλήσποντος]] και όχι <i>Έλλης [[πόντος]], <i>Διόσκουροι</i> και όχι [[Διός]] κούροι</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> (με θηλ. άρθρ. και ως ουσ.) [[σημείο]] που τίθεται [[κάτω]] από δύο φωνήεντα ή διφθόγγους προκειμένου να δηλώσει τη συνεκφώνησή τους, λ.χ. νιός, Παναγιά, [[γιατί]] κ.ά.<br /><b>μσν.</b><br /><b>μουσ.</b><br /><b>1.</b> [[σημείο]] που δήλωνε τη [[συνεκφώνηση]] δύο φθόγγων<br /><b>2.</b> [[σημείο]] που δήλωνε τη [[σύνδεση]] δύο χαρακτήρων σε μία χρονική [[αξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑφ</i>' <i>ἕν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπό</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἕν</i>].
|mltxt=[[ὑφέν]], ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑφ' ἕν Α<br /><b>επίρρ.</b> (με θηλ. άρθρ. ως ουσ.) η [[υφέν]]<br />(αρχ. γραμμ.) το [[σημείο]] σύνδεσης που ετίθετο [[κάτω]] από τον τελευταίο φθόγγο μιας λέξης προκειμένου να τον συνδέσει με τον αρχικό της επόμενης και να δηλώσει ότι πρόκειται για μια σύνθετη [[λέξη]] και όχι για δύο αυτοτελείς λέξεις, λ.χ. [[Ελλήσποντος]] και όχι <i>Έλλης [[πόντος]], <i>Διόσκουροι</i> και όχι [[Διός]] κούροι</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> (με θηλ. άρθρ. και ως ουσ.) [[σημείο]] που τίθεται [[κάτω]] από δύο φωνήεντα ή διφθόγγους προκειμένου να δηλώσει τη συνεκφώνησή τους, λ.χ. νιός, Παναγιά, [[γιατί]] κ.ά.<br /><b>μσν.</b><br /><b>μουσ.</b><br /><b>1.</b> [[σημείο]] που δήλωνε τη [[συνεκφώνηση]] δύο φθόγγων<br /><b>2.</b> [[σημείο]] που δήλωνε τη [[σύνδεση]] δύο χαρακτήρων σε μία χρονική [[αξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>) [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑφ</i>' <i>ἕν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπό</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἕν</i>].
}}
}}