υφέν
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
ὑφέν, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑφ' ἕν Α
επίρρ. (με θηλ. άρθρ. ως ουσ.) η υφέν
(αρχ. γραμμ.) το σημείο σύνδεσης που ετίθετο κάτω από τον τελευταίο φθόγγο μιας λέξης προκειμένου να τον συνδέσει με τον αρχικό της επόμενης και να δηλώσει ότι πρόκειται για μια σύνθετη λέξη και όχι για δύο αυτοτελείς λέξεις, λ.χ. Ελλήσποντος και όχι Έλλης πόντος, Διόσκουροι και όχι Διός κούροι
νεοελλ.
γραμμ. (με θηλ. άρθρ. και ως ουσ.) σημείο που τίθεται κάτω από δύο φωνήεντα ή διφθόγγους προκειμένου να δηλώσει τη συνεκφώνησή τους, λ.χ. νιός, Παναγιά, γιατί κ.ά.
μσν.
μουσ.
1. σημείο που δήλωνε τη συνεκφώνηση δύο φθόγγων
2. σημείο που δήλωνε τη σύνδεση δύο χαρακτήρων σε μία χρονική αξία
αρχ.
(ως επίρρ.) μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφ' ἕν < ὑπό + ἕν].