Anonymous

φυσιογνωμικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>η [[" to "η [["
(45)
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φυσιογνωμικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φυσιογνωμία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυσιογνωμία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[φυσιογνωμική]]<br />α) η [[μελέτη]] της συστηματικής σχέσης [[μεταξύ]] τών ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων ενός ατόμου και τών χαρακτηριστικών του προσώπου ή τη [[δομή]] του σώματος του, αλλ. [[φυσιογνωμονική]]<br />β) (με υποτιμ. σημ.) [[μαντική]] ψευδοεπιστήμη, [[αγυρτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(εσφ. τ.) [[φυσιογνωμονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φυσιογνωμικώς</i> και <i>φυσιογνωμικά</i> Ν<br />ως [[προς]] τη [[φυσιογνωμία]], από την [[άποψη]] της φυσιογνωμίας.
|mltxt=-ή, -ό / [[φυσιογνωμικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φυσιογνωμία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φυσιογνωμία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[φυσιογνωμική]]<br />α) η [[μελέτη]] της συστηματικής σχέσης [[μεταξύ]] τών ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων ενός ατόμου και τών χαρακτηριστικών του προσώπου ή τη [[δομή]] του σώματος του, αλλ. [[φυσιογνωμονική]]<br />β) (με υποτιμ. σημ.) [[μαντική]] ψευδοεπιστήμη, [[αγυρτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(εσφ. τ.) [[φυσιογνωμονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φυσιογνωμικώς</i> και <i>φυσιογνωμικά</i> Ν<br />ως [[προς]] τη [[φυσιογνωμία]], από την [[άποψη]] της φυσιογνωμίας.
}}
}}