3,274,917
edits
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ια, -ιο (AM [[αἴτιος]], -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο [[αίτιος]], αυτός εξαιτίας του οποίου συμβαίνει [[κάτι]], [[υπαίτιος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ια, -ιο (AM [[αἴτιος]], -ία, -ιον και σπάνια -ιος, -ιον)<br /><b>1.</b> (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο [[αίτιος]], αυτός εξαιτίας του οποίου συμβαίνει [[κάτι]], [[υπαίτιος]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[αίτιο]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[ένοχος]] κολάσιμης πράξης, [[υπόδικος]], [[κατηγορούμενος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στον υπερθ.) <i>αἰτιώτατος</i>, -η, -ον ο [[κυρίως]], ο κατ’ εξοχήν [[αίτιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσ. <i>αἶτος</i> «[[μέρος]], [[κομμάτι]]» (διασώζεται στο σύνθετο [[ἔξαιτος]] «[[περιζήτητος]], [[επίλεκτος]]») <span style="color: red;"><</span> ρ. [[αἴνυμαι]] «[[αδράχνω]], [[πιάνω]], [[παίρνω]]». Συμφωνα με την ετυμολογική του [[προέλευση]], το [[αἴτιος]] αρχικά θα σήμαινε «αυτός που έχει [[μερίδιο]] από [[κάτι]]», άρα «ο [[υπεύθυνος]] για [[κάτι]], ο [[αίτιος]]» — πρβλ. και τις λ. <i>αἶσα</i>, [[αἰτία]], <i>αἰτῶ</i>. Κατά τον Schwyzer, η [[διατήρηση]] του -<i>τ</i>-προ του -<i>ι</i>- ([[αντί]] της κανονικής τροπής του σε -<i>σ</i>-) οφείλεται σε [[προφύλαξη]], δηλ. στην [[αποφυγή]] συγχύσεως του επιθέτου [[αἴτιος]] με το [[αἴσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀναίτιος]], [[ὑπαίτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἐπαίτιος]], [[μεταίτιος]], [[συμμεταίτιος]], [[παναίτιος]], [[παραίτιος]], [[συναίτιος]], [[φιλαίτιος]]. | ||
}} | }} |