Anonymous

εισιτήριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>το [[" to "το [["
(10)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[εἰσιτήριος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το [[δικαίωμα]] εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» — εισαγωγικές εξετάσεις<br />β. «[[εισιτήριος]] [[λόγος]]» — [[εναρκτήριος]] [[λόγος]]<br />γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι» — θυσίες [[κατά]] την είσοδο του έτους ή την [[ανάληψη]] αξιώματος)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[εισιτήριο]] (AM εἰσιτήριον)<br />[[δελτίο]], [[απόδειξη]] που παρέχει [[δικαίωμα]] εισόδου σε [[αίθουσα]] ή χώρο δημόσιων θεμάτων, σε συγκοινωνιακό [[μέσο]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[εισιτήριο]] μετ' επιστροφής ή με [[επιστροφή]]» — στο οποίο αναγράφεται ότι ο [[κάτοχος]] δικαιούται να μεταβεί [[κάπου]] και να επιστρέψει<br /><b>2.</b> «[[εισιτήριο]] στρατιωτικό, φοιτητικό, υπηρεσιακό κ.λπ.» — με ενδείξεις της ιδιότητας του κατόχου ώστε να καταβάλει μειωμένο [[αντίτιμο]]<br /><b>3.</b> «[[εισιτήριο]] διαρκές ή διαρκείας» — αυτό που παρέχει στον κάτοχο απεριόριστο αριθμό διαδρομών για ορισμένη χρονική περίοδο<br /><b>4.</b> «[[εισιτήριο]] προσωπικό» — στο οποίο αναγράφεται το όνομα του επιβάτη και δεν επιτρέπεται η εκχώρησή του σε άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εἰσιτήρια</i><br />«αἱ εἰσιτήριοι θυσίαι».
|mltxt=-ο (AM [[εἰσιτήριος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο, με τον οποίο παραχωρείται ή καθιερώνεται το [[δικαίωμα]] εισόδου (α. «εισιτήριοι εξετάσεις» — εισαγωγικές εξετάσεις<br />β. «[[εισιτήριος]] [[λόγος]]» — [[εναρκτήριος]] [[λόγος]]<br />γ. «εἰσιτήριοι θυσίαι» — θυσίες [[κατά]] την είσοδο του έτους ή την [[ανάληψη]] αξιώματος)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[εισιτήριο]] (AM εἰσιτήριον)<br />[[δελτίο]], [[απόδειξη]] που παρέχει [[δικαίωμα]] εισόδου σε [[αίθουσα]] ή χώρο δημόσιων θεμάτων, σε συγκοινωνιακό [[μέσο]] κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[εισιτήριο]] μετ' επιστροφής ή με [[επιστροφή]]» — στο οποίο αναγράφεται ότι ο [[κάτοχος]] δικαιούται να μεταβεί [[κάπου]] και να επιστρέψει<br /><b>2.</b> «[[εισιτήριο]] στρατιωτικό, φοιτητικό, υπηρεσιακό κ.λπ.» — με ενδείξεις της ιδιότητας του κατόχου ώστε να καταβάλει μειωμένο [[αντίτιμο]]<br /><b>3.</b> «[[εισιτήριο]] διαρκές ή διαρκείας» — αυτό που παρέχει στον κάτοχο απεριόριστο αριθμό διαδρομών για ορισμένη χρονική περίοδο<br /><b>4.</b> «[[εισιτήριο]] προσωπικό» — στο οποίο αναγράφεται το όνομα του επιβάτη και δεν επιτρέπεται η εκχώρησή του σε άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εἰσιτήρια</i><br />«αἱ εἰσιτήριοι θυσίαι».
}}
}}