Anonymous

πρότυπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>το [[" to "το [["
(35)
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρότυπος]], -ον, ΝΑ [[τύπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως [[υπόδειγμα]], [[υποδειγματικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[πρότυπο]](<i>ν</i>)<br />[[υπόδειγμα]] προϊόντος βάσει του οποίου αναπαράγονται κατ' [[απομίμηση]] άλλα όμοια προϊόντα, κν. [[μοντέλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τέλειος]], αυτός που μπορεί να αποτελέσει [[παράδειγμα]] μίμησης (α. «[[πρότυπος]] [[μαθητής]]» β. «[[πρότυπος]] [[υπάλληλος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[κοίλο]] [[καλούπι]] από [[ξύλο]] ή [[τερακότα]] με το οποίο αναπαράγεται επεξεργασμένο [[ανάγλυφο]] σε [[πολλά]] αντίτυπα πήλινα ή από τηγμένο [[μέταλλο]], αλλ. [[μήτρα]]<br />β) <b>(ναυπ.)</b> [[μικρογραφία]] του υπό [[κατασκευή]] πλοίου ή μηχανήματος, κν. [[μακέτα]]<br />γ) (αρχιτ. -γλυπτ.) [[πρόπλασμα]]<br />δ) (στις εικαστικές τέχνες) [[πρόσωπο]] που εκτίθεται με [[αμοιβή]], για να αναπαραστήσει τη [[μορφή]] του ο [[ζωγράφος]] ή ο [[γλύπτης]], [[μοντέλο]]<br />ε) <b>μτφ.</b> [[πρόσωπο]] ή [[κατάσταση]], του ή της οποίας η [[ιδιότητα]] μπορεί να χρησιμεύσει ως [[υπόδειγμα]] για τους άλλους (α. «[[πρότυπο]] αρετής» β. «[[πρότυπο]] πειθαρχικού στρατιώτη» γ. «[[πρότυπο]] ευνομούμενης πολιτείας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πρότυπη [[μονάδα]]»<br /><b>στρ.</b> προσκολλημένη σε στρατιωτική [[σχολή]] [[δύναμη]] οπλιτών που χρησιμοποιείται για την πρακτική [[εφαρμογή]] τών μεθόδων που διδάσκονται θεωρητικά στη [[σχολή]] ώστε να εξασκούνται οι μαθητές της<br />β) «[[πρότυπο]] [[σχολείο]]» — [[σχολείο]] στο οποίο οι υποψήφιοι δάσκαλοι ασκούνται πρακτικά υπό την [[καθοδήγηση]] ειδικών ή το [[σχολείο]] στο οποίο δοκιμάζονται [[νέες]] μέθοδοι και νέα βοηθητικά [[μέσα]], αλλ. πειραματικό [[σχολείο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[πρότυπα]]<br />οι προεξέχουσες ανάγλυφες εικόνες, [[δηλαδή]] οι κεφαλές λιονταριών στις άκρες της συναρμογής κεράμων.
|mltxt=-η, -ο / [[πρότυπος]], -ον, ΝΑ [[τύπος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως [[υπόδειγμα]], [[υποδειγματικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πρότυπο]](<i>ν</i>)<br />[[υπόδειγμα]] προϊόντος βάσει του οποίου αναπαράγονται κατ' [[απομίμηση]] άλλα όμοια προϊόντα, κν. [[μοντέλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τέλειος]], αυτός που μπορεί να αποτελέσει [[παράδειγμα]] μίμησης (α. «[[πρότυπος]] [[μαθητής]]» β. «[[πρότυπος]] [[υπάλληλος]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) [[κοίλο]] [[καλούπι]] από [[ξύλο]] ή [[τερακότα]] με το οποίο αναπαράγεται επεξεργασμένο [[ανάγλυφο]] σε [[πολλά]] αντίτυπα πήλινα ή από τηγμένο [[μέταλλο]], αλλ. [[μήτρα]]<br />β) <b>(ναυπ.)</b> [[μικρογραφία]] του υπό [[κατασκευή]] πλοίου ή μηχανήματος, κν. [[μακέτα]]<br />γ) (αρχιτ. -γλυπτ.) [[πρόπλασμα]]<br />δ) (στις εικαστικές τέχνες) [[πρόσωπο]] που εκτίθεται με [[αμοιβή]], για να αναπαραστήσει τη [[μορφή]] του ο [[ζωγράφος]] ή ο [[γλύπτης]], [[μοντέλο]]<br />ε) <b>μτφ.</b> [[πρόσωπο]] ή [[κατάσταση]], του ή της οποίας η [[ιδιότητα]] μπορεί να χρησιμεύσει ως [[υπόδειγμα]] για τους άλλους (α. «[[πρότυπο]] αρετής» β. «[[πρότυπο]] πειθαρχικού στρατιώτη» γ. «[[πρότυπο]] ευνομούμενης πολιτείας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πρότυπη [[μονάδα]]»<br /><b>στρ.</b> προσκολλημένη σε στρατιωτική [[σχολή]] [[δύναμη]] οπλιτών που χρησιμοποιείται για την πρακτική [[εφαρμογή]] τών μεθόδων που διδάσκονται θεωρητικά στη [[σχολή]] ώστε να εξασκούνται οι μαθητές της<br />β) «[[πρότυπο]] [[σχολείο]]» — [[σχολείο]] στο οποίο οι υποψήφιοι δάσκαλοι ασκούνται πρακτικά υπό την [[καθοδήγηση]] ειδικών ή το [[σχολείο]] στο οποίο δοκιμάζονται [[νέες]] μέθοδοι και νέα βοηθητικά [[μέσα]], αλλ. πειραματικό [[σχολείο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[πρότυπα]]<br />οι προεξέχουσες ανάγλυφες εικόνες, [[δηλαδή]] οι κεφαλές λιονταριών στις άκρες της συναρμογής κεράμων.
}}
}}