πρότυπος
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
German (Pape)
[Seite 794] vorgebildet, τὸ πρότυπον, Modell, Vorbild, Sp.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρότυπος, -ον, ΝΑ τύπος
1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός
2. το ουδ. ως ουσ. το πρότυπο(ν)
υπόδειγμα προϊόντος βάσει του οποίου αναπαράγονται κατ' απομίμηση άλλα όμοια προϊόντα, κν. μοντέλο
νεοελλ.
1. τέλειος, αυτός που μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα μίμησης (α. «πρότυπος μαθητής» β. «πρότυπος υπάλληλος»)
2. το ουδ. ως ουσ. α) κοίλο καλούπι από ξύλο ή τερακότα με το οποίο αναπαράγεται επεξεργασμένο ανάγλυφο σε πολλά αντίτυπα πήλινα ή από τηγμένο μέταλλο, αλλ. μήτρα
β) (ναυπ.) μικρογραφία του υπό κατασκευή πλοίου ή μηχανήματος, κν. μακέτα
γ) (αρχιτ. -γλυπτ.) πρόπλασμα
δ) (στις εικαστικές τέχνες) πρόσωπο που εκτίθεται με αμοιβή, για να αναπαραστήσει τη μορφή του ο ζωγράφος ή ο γλύπτης, μοντέλο
ε) μτφ. πρόσωπο ή κατάσταση, του ή της οποίας η ιδιότητα μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα για τους άλλους (α. «πρότυπο αρετής» β. «πρότυπο πειθαρχικού στρατιώτη» γ. «πρότυπο ευνομούμενης πολιτείας»)
3. φρ. α) «πρότυπη μονάδα»
στρ. προσκολλημένη σε στρατιωτική σχολή δύναμη οπλιτών που χρησιμοποιείται για την πρακτική εφαρμογή τών μεθόδων που διδάσκονται θεωρητικά στη σχολή ώστε να εξασκούνται οι μαθητές της
β) «πρότυπο σχολείο» — σχολείο στο οποίο οι υποψήφιοι δάσκαλοι ασκούνται πρακτικά υπό την καθοδήγηση ειδικών ή το σχολείο στο οποίο δοκιμάζονται νέες μέθοδοι και νέα βοηθητικά μέσα, αλλ. πειραματικό σχολείο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρότυπα
οι προεξέχουσες ανάγλυφες εικόνες, δηλαδή οι κεφαλές λιονταριών στις άκρες της συναρμογής κεράμων.