Anonymous

πράσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [["
(1b)
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πράσσω:''' Ιων. [[πρήσσω]], Αττ. [[πράττω]]· μέλ. <i>πράξω</i>, Ιων. <i>πρήξω</i>· αόρ. αʹ [[ἔπραξα]], Ιων. [[ἔπρηξα]]· παρακ. <i>πέπρᾱχα</i>, Ιων. [[πέπρηχα]]· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπράχει</i>· παρακ. βʹ <i>πέπρᾱγα</i>, Ιων. [[πέπρηγα]] — Μέσ., μέλ. <i>πράξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπραξάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>πραχθήσομαι</i>, <i>πεπράξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπράχθην]], παρακ. <i>πέπραγμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διέρχομαι]], <i>ἅλα πρήσσοντες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[πράσσω]] κέλευθον, [[εκτελώ]] [[οδοιπορία]], σε Όμηρ.· επίσης με γεν., <i>ἵναπρήσσωμεν ὁδοῖο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[πραγματοποιώ]], [[επιτελώ]], κάνω, στο ίδ.· [[οὔτι]] [[πράσσω]], δεν [[κατορθώνω]] [[τίποτα]], στο ίδ.· [[πράσσω]] δεσμόν, [[προξενώ]], [[υποκινώ]], [[επιτυγχάνω]] την [[υποδούλωση]] κάποιου, την [[επιβάλλω]] σε κάποιον, σε Πίνδ.· [[πράσσω]] [[ὥστε]], Λατ. efficere ut, σε Αισχύλ. — Παθ., πέπρακται [[τοὖργον]], στον ίδ.· <i>τὰ [[πεπραγμένα]]</i>, Λατ. [[acta]], σε Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εκτελώ]] [[επιτυχημένα]] μια [[ενέργεια]], τη [[φέρω]] εις [[πέρας]], είμαι [[επιτυχής]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ενεργώ]] με αυτό ή με τον [[άλλο]] τρόπο (πρβλ. [[ποιέω]] III), Νηρηΐδων τινὰ [[πράσσω]] ἄκοιτιν, σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[καταγίνομαι]], κάνω, είμαι απασχολημένος με, τὰ [[ἑαυτοῦ]] πράττειν, με απασχολούν τα δικά μου, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> <i>πράττειν τὰ [[πολιτικά]]</i>, <i>τὰ τῆς πόλεως</i>, [[καταγίνομαι]] με την [[πολιτική]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στη [[διοίκηση]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], απόλ., [[χωρίς]] καμία [[προσθήκη]], <i>ἱκανὸς πράττειν</i>, λέγεται για πολιτευόμενο, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> γενικά, [[διενεργώ]], [[διαπραγματεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[πράσσω]] Θηβαίοις τὰ πράγματα, [[διευθύνω]] τα πράγματα προς το [[συμφέρον]] τους, σε Δημ.· και στην Παθ., <i>τῷ Ἱπποκράτει τὰ πράγματα ἐπράττετο</i>, διαπραγματεύονταν διάφορα ζητήματα μαζί του, σε Θουκ.· [[αλλά]], <i>τὰ πράγματα</i> μπορεί να παραλείπεται, οἱ πράσσοντες [[αὐτῷ]], αυτοί που διαπραγματεύονται μαζί του, στον ίδ.· ομοίως, <i>πράσσειν πρόςτινα</i>, στον ίδ.· <i>ἔς τινα</i>, στον ίδ.· επίσης, [[πράσσω]] περὶ εἰρήνης, σε Ξεν.· <i>οἱ πράσσοντες</i>, προδότες, σε Θουκ.· επίσης, [[πράσσω]] [[ὅπως]] [[πόλεμος]] γένηται, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., τὴν ναῦν μὴ [[δεῦρο]] [[πλεῖν]] ἔπραττεν, σε Δημ. — Παθ., λέγεται για μυστικές ενέργειες, [[εἰ μή]] τι σὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετο, αν δεν είχε γίνει [[δωροδοκία]], σε Σοφ.· ἐπράσσετο προδόσιος [[πέρι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[πράττω]], Λατ. agere, <i>ἀρετάς</i>, σε Πίνδ.· <i>δίκαια ἢ ἄδικα</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[ενεργώ]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> αμτβ., βρίσκομαι σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]] ή [[περίσταση]], [[διατελώ]] ή [[διάκειμαι]] με αυτόν ή τον άλλον τρόπο, ὁ [[στόλος]] [[οὕτω]] ἔπρηξε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>εὖ</i> ή [[κακῶς]] πράττειν, βρίσκομαι ή [[διάκειμαι]] σε [[καλή]] ή άσχημη [[κατάσταση]], στον ίδ. κ.λπ.· [[πράττω]] [[καλῶς]], σε Αισχύλ.· [[εὐτυχῶς]], σε Σοφ.· [[πράσσω]] ὡς ἄριστα καὶ [[κάλλιστα]], σε Θουκ.· ο παρακ. βʹ <i>πέπρᾱγα</i> χρησιμ. [[συνήθως]] με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">V. 1.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., <i>πράττειν τινά τι</i>, κάνω [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> πράττειν τινὰ [[ἀργύριον]], [[αποσπώ]], [[λαμβάνω]] χρήματα από κάποιον, σε Ηρόδ.· [[συχνά]] στην Αττ., λέγεται για δημοσίους υπαλλήλους, που εισπράττουν φόρους (πρβλ. [[εἰσπράσσω]], [[ἐκπράσσω]] III), σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, [[πράττω]] τι [[παρά]] τινος, [[αποκτώ]] ή [[απαιτώ]] από κάποιον, σε Ηρόδ.· μεταφ., φόνον [[πράσσω]], [[επιβάλλω]] [[τιμωρία]] για φόνο, εκδικούμαι, [[τιμωρώ]], σε Αισχύλ. — Παθ., πεπραγμένος τὸν [[φόρον]], έχοντας κληθεί να πληρώσει [[φόρο]], σε Θουκ. — Μέσ., πράξασθαί τινα [[ἀργύριον]], <i>χρήματα</i>, <i>μισθόν</i>, <i>τόκους</i>, να λαμβάνει [[κάποιος]] για τον εαυτό του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· φόρους πράσσεσθαι ἀπό ή ἐκ [[τῶν]] [[πόλεων]], σε Θουκ.· Παθ. παρακ. και υπερσ. με Μέσ. [[σημασία]], εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν [[δίκην]], εάν είχα [[απαίτηση]] να [[λάβω]] από αυτόν [[ολόκληρο]] το [[ποσό]], σε Δημ.
|lsmtext='''πράσσω:''' Ιων. [[πρήσσω]], Αττ. [[πράττω]]· μέλ. <i>πράξω</i>, Ιων. <i>πρήξω</i>· αόρ. αʹ [[ἔπραξα]], Ιων. [[ἔπρηξα]]· παρακ. <i>πέπρᾱχα</i>, Ιων. [[πέπρηχα]]· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπράχει</i>· παρακ. βʹ <i>πέπρᾱγα</i>, Ιων. [[πέπρηγα]] — Μέσ., μέλ. <i>πράξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπραξάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>πραχθήσομαι</i>, <i>πεπράξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπράχθην]], παρακ. <i>πέπραγμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διέρχομαι]], <i>ἅλα πρήσσοντες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[πράσσω]] κέλευθον, [[εκτελώ]] [[οδοιπορία]], σε Όμηρ.· επίσης με γεν., <i>ἵναπρήσσωμεν ὁδοῖο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[πραγματοποιώ]], [[επιτελώ]], κάνω, στο ίδ.· [[οὔτι]] [[πράσσω]], δεν [[κατορθώνω]] [[τίποτα]], στο ίδ.· [[πράσσω]] δεσμόν, [[προξενώ]], [[υποκινώ]], [[επιτυγχάνω]] την [[υποδούλωση]] κάποιου, την [[επιβάλλω]] σε κάποιον, σε Πίνδ.· [[πράσσω]] [[ὥστε]], Λατ. efficere ut, σε Αισχύλ. — Παθ., πέπρακται [[τοὖργον]], στον ίδ.· τὰ [[πεπραγμένα]]</i>, Λατ. [[acta]], σε Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εκτελώ]] [[επιτυχημένα]] μια [[ενέργεια]], τη [[φέρω]] εις [[πέρας]], είμαι [[επιτυχής]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ενεργώ]] με αυτό ή με τον [[άλλο]] τρόπο (πρβλ. [[ποιέω]] III), Νηρηΐδων τινὰ [[πράσσω]] ἄκοιτιν, σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[καταγίνομαι]], κάνω, είμαι απασχολημένος με, τὰ [[ἑαυτοῦ]] πράττειν, με απασχολούν τα δικά μου, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> <i>πράττειν τὰ [[πολιτικά]]</i>, <i>τὰ τῆς πόλεως</i>, [[καταγίνομαι]] με την [[πολιτική]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στη [[διοίκηση]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], απόλ., [[χωρίς]] καμία [[προσθήκη]], <i>ἱκανὸς πράττειν</i>, λέγεται για πολιτευόμενο, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> γενικά, [[διενεργώ]], [[διαπραγματεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[πράσσω]] Θηβαίοις τὰ πράγματα, [[διευθύνω]] τα πράγματα προς το [[συμφέρον]] τους, σε Δημ.· και στην Παθ., <i>τῷ Ἱπποκράτει τὰ πράγματα ἐπράττετο</i>, διαπραγματεύονταν διάφορα ζητήματα μαζί του, σε Θουκ.· [[αλλά]], <i>τὰ πράγματα</i> μπορεί να παραλείπεται, οἱ πράσσοντες [[αὐτῷ]], αυτοί που διαπραγματεύονται μαζί του, στον ίδ.· ομοίως, <i>πράσσειν πρόςτινα</i>, στον ίδ.· <i>ἔς τινα</i>, στον ίδ.· επίσης, [[πράσσω]] περὶ εἰρήνης, σε Ξεν.· <i>οἱ πράσσοντες</i>, προδότες, σε Θουκ.· επίσης, [[πράσσω]] [[ὅπως]] [[πόλεμος]] γένηται, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., τὴν ναῦν μὴ [[δεῦρο]] [[πλεῖν]] ἔπραττεν, σε Δημ. — Παθ., λέγεται για μυστικές ενέργειες, [[εἰ μή]] τι σὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετο, αν δεν είχε γίνει [[δωροδοκία]], σε Σοφ.· ἐπράσσετο προδόσιος [[πέρι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[πράττω]], Λατ. agere, <i>ἀρετάς</i>, σε Πίνδ.· <i>δίκαια ἢ ἄδικα</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[ενεργώ]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> αμτβ., βρίσκομαι σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]] ή [[περίσταση]], [[διατελώ]] ή [[διάκειμαι]] με αυτόν ή τον άλλον τρόπο, ὁ [[στόλος]] [[οὕτω]] ἔπρηξε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>εὖ</i> ή [[κακῶς]] πράττειν, βρίσκομαι ή [[διάκειμαι]] σε [[καλή]] ή άσχημη [[κατάσταση]], στον ίδ. κ.λπ.· [[πράττω]] [[καλῶς]], σε Αισχύλ.· [[εὐτυχῶς]], σε Σοφ.· [[πράσσω]] ὡς ἄριστα καὶ [[κάλλιστα]], σε Θουκ.· ο παρακ. βʹ <i>πέπρᾱγα</i> χρησιμ. [[συνήθως]] με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">V. 1.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., <i>πράττειν τινά τι</i>, κάνω [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> πράττειν τινὰ [[ἀργύριον]], [[αποσπώ]], [[λαμβάνω]] χρήματα από κάποιον, σε Ηρόδ.· [[συχνά]] στην Αττ., λέγεται για δημοσίους υπαλλήλους, που εισπράττουν φόρους (πρβλ. [[εἰσπράσσω]], [[ἐκπράσσω]] III), σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, [[πράττω]] τι [[παρά]] τινος, [[αποκτώ]] ή [[απαιτώ]] από κάποιον, σε Ηρόδ.· μεταφ., φόνον [[πράσσω]], [[επιβάλλω]] [[τιμωρία]] για φόνο, εκδικούμαι, [[τιμωρώ]], σε Αισχύλ. — Παθ., πεπραγμένος τὸν [[φόρον]], έχοντας κληθεί να πληρώσει [[φόρο]], σε Θουκ. — Μέσ., πράξασθαί τινα [[ἀργύριον]], <i>χρήματα</i>, <i>μισθόν</i>, <i>τόκους</i>, να λαμβάνει [[κάποιος]] για τον εαυτό του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· φόρους πράσσεσθαι ἀπό ή ἐκ [[τῶν]] [[πόλεων]], σε Θουκ.· Παθ. παρακ. και υπερσ. με Μέσ. [[σημασία]], εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν [[δίκην]], εάν είχα [[απαίτηση]] να [[λάβω]] από αυτόν [[ολόκληρο]] το [[ποσό]], σε Δημ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl