Anonymous

τρίσβαθος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>το [[" to "το [["
(42)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> πολύ [[βαθύς]], βαθύτατος (α. «στες τρίσβαθες σπηλιές τους», Κρυστάλλ.<br />β. «η αράθυμη και τρίσβαθη [[ψυχή]] του», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>το [[τρίσβαθο]] και <i>τα τρίσβαθα</i><br />το πιο βαθύ και απόκρυφο [[μέρος]] («το 'χε θάψει στα τρίσβαθα της ψυχής του»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρίσβαδα</i><br />βαθύτατα, σε αμέτρητο [[βάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βαθύς]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ος</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> πολύ [[βαθύς]], βαθύτατος (α. «στες τρίσβαθες σπηλιές τους», Κρυστάλλ.<br />β. «η αράθυμη και τρίσβαθη [[ψυχή]] του», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το [[τρίσβαθο]] και <i>τα τρίσβαθα</i><br />το πιο βαθύ και απόκρυφο [[μέρος]] («το 'χε θάψει στα τρίσβαθα της ψυχής του»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρίσβαδα</i><br />βαθύτατα, σε αμέτρητο [[βάθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βαθύς]], [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ος</i>].
}}
}}