Anonymous

ημερομίσθιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>το [[" to "το [["
(16)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που εργάζεται με ημερήσιο [[μισθό]], ο [[μεροκαματιάρης]] («ημερομίσθιοι εργάτες»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ημερομίσθιο]]<br />α) η [[αμοιβή]] για ημερήσια [[εργασία]], το [[μεροκάματο]]<br />β) η [[εργασία]] μιας ημέρας («θα χρειαστούν [[πολλά]] ημερομίσθια για να τελειώσει το [[έργο]] αυτό»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μίσθιος]] «[[μισθωτός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[μισθός]])].
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που εργάζεται με ημερήσιο [[μισθό]], ο [[μεροκαματιάρης]] («ημερομίσθιοι εργάτες»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ημερομίσθιο]]<br />α) η [[αμοιβή]] για ημερήσια [[εργασία]], το [[μεροκάματο]]<br />β) η [[εργασία]] μιας ημέρας («θα χρειαστούν [[πολλά]] ημερομίσθια για να τελειώσει το [[έργο]] αυτό»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μίσθιος]] «[[μισθωτός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[μισθός]])].
}}
}}