ημερομίσθιος

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που εργάζεται με ημερήσιο μισθό, ο μεροκαματιάρης («ημερομίσθιοι εργάτες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ημερομίσθιο
α) η αμοιβή για ημερήσια εργασία, το μεροκάματο
β) η εργασία μιας ημέρας («θα χρειαστούν πολλά ημερομίσθια για να τελειώσει το έργο αυτό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + μίσθιος «μισθωτός» (< μισθός)].