Anonymous

κέδμα: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [["
(20)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέδμα]], τὸ (Α)<br />(αμφβλ. ερμ.) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[κέδματα]]<br />α) κιρσοί<br />β) [[κατά]] [[πλάτος]] [[διαστολή]] της κοίλης φλέβας, [[ανεύρυσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με (<i>σ</i>)[[κεδάννυμι]] δεν φαίνεται πιθανή, [[γιατί]] δεν συμφωνεί [[ούτε]] μορφολογικά [[ούτε]] σημασιολογικά. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το [[κήδω]] με τη σημ. «[[ταράσσω]], [[ενοχλώ]]»].
|mltxt=[[κέδμα]], τὸ (Α)<br />(αμφβλ. ερμ.) <b>στον πληθ.</b> τὰ [[κέδματα]]<br />α) κιρσοί<br />β) [[κατά]] [[πλάτος]] [[διαστολή]] της κοίλης φλέβας, [[ανεύρυσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με (<i>σ</i>)[[κεδάννυμι]] δεν φαίνεται πιθανή, [[γιατί]] δεν συμφωνεί [[ούτε]] μορφολογικά [[ούτε]] σημασιολογικά. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το [[κήδω]] με τη σημ. «[[ταράσσω]], [[ενοχλώ]]»].
}}
}}