κέδμα

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

κέδμα, τὸ (Α)
(αμφβλ. ερμ.) στον πληθ. τὰ κέδματα
α) κιρσοί
β) κατά πλάτος διαστολή της κοίλης φλέβας, ανεύρυσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με (σ)κεδάννυμι δεν φαίνεται πιθανή, γιατί δεν συμφωνεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το κήδω με τη σημ. «ταράσσω, ενοχλώ»].