Anonymous

προαγορεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προᾰγορεύω:''' αόρ. αʹ <i>-ηγόρευσα</i>, παρακ. <i>-ηγόρευκα</i> ([[αλλά]], Αττ. μέλ. <i>προερῶ</i>, αόρ. [[προεῖπον]], παρακ. [[προείρηκα]]) — Παθ. <i>-εύσομαι</i> (σε Μέσ. τύπο), παρακ. <i>-ηγόρευμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέω από [[πριν]], σε Θουκ.· με απαρ., λέω ή [[δηλώνω]] εκ των προτέρων ότι..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[προαγορεύω]] [[ὅτι]]..., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προλέγω]], [[προφητεύω]], <i>τὸ [[μέλλον]]</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μιλώ]] ενώπιον όλων, [[διακηρύσσω]], [[δηλώνω]] ή [[κηρύττω]] δημοσίως, σε Ηρόδ., Θουκ.· έχω προδηλώσει με κήρυκα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[παραγγέλλω]], [[διατάσσω]] δημοσίως, [[προαγορεύω]] [[ὑμῖν]] [[παρεῖναι]], στον ίδ.· [[προαγορεύω]] τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, [[απαγορεύω]] στους πολίτες να κινηθούν, σε Πλάτ. — Παθ., <i>γυμνάζεσθαι προαγορεύεται ἅπασι</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ προηγορευμένα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανακοινώνω]], [[κοινοποιώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''προᾰγορεύω:''' αόρ. αʹ <i>-ηγόρευσα</i>, παρακ. <i>-ηγόρευκα</i> ([[αλλά]], Αττ. μέλ. <i>προερῶ</i>, αόρ. [[προεῖπον]], παρακ. [[προείρηκα]]) — Παθ. <i>-εύσομαι</i> (σε Μέσ. τύπο), παρακ. <i>-ηγόρευμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέω από [[πριν]], σε Θουκ.· με απαρ., λέω ή [[δηλώνω]] εκ των προτέρων ότι..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[προαγορεύω]] [[ὅτι]]..., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προλέγω]], [[προφητεύω]], τὸ [[μέλλον]]</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μιλώ]] ενώπιον όλων, [[διακηρύσσω]], [[δηλώνω]] ή [[κηρύττω]] δημοσίως, σε Ηρόδ., Θουκ.· έχω προδηλώσει με κήρυκα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[παραγγέλλω]], [[διατάσσω]] δημοσίως, [[προαγορεύω]] [[ὑμῖν]] [[παρεῖναι]], στον ίδ.· [[προαγορεύω]] τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, [[απαγορεύω]] στους πολίτες να κινηθούν, σε Πλάτ. — Παθ., <i>γυμνάζεσθαι προαγορεύεται ἅπασι</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ προηγορευμένα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανακοινώνω]], [[κοινοποιώ]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl