Anonymous

μέλλω: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέλλω:''' παρατ. <i>ἔμελλον</i> ή [[ἤμελλον]], Επικ. <i>[[μέλλον]]</i>, Ιων. <i>μέλλεσκον</i>, μέλ. [[μελλήσω]], αόρ. αʹ [[ἐμέλλησα]] — Παθ., βλ. κατωτ. III.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέφτομαι]] να πράξω [[κάτι]], [[προτίθεμαι]] να κάνω, ετοιμάζομαι για μια [[πράξη]], με απαρ., [[κυρίως]] απαρ. μέλ., <i>τάχ' ἔμελλε δώσειν</i>, ήταν [[μόλις]] [[έτοιμος]] να δώσει, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι [[ἄεθλον]], σκέφτεσαι να μου αποστερήσεις το έπαθλο, στο ίδ.· [[συχνά]] με το οὐκ [[ἄρα]], όπως, <i>οὐκ ἄρ' ἔμελλες λήξειν;</i> δεν σκέφτηκες ότι έπρεπε να σταματήσεις; δεν μπορούσες να σταματήσεις; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· είμαι [[έτοιμος]] να κάνω [[κάτι]] (καταναγκαστικά), είναι πεπρωμένο να κάνω ή να γίνει [[κάτι]], <i>τὰ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον</i>, αυτό που δεν ήταν γραφτό να κατορθωθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεν [[οἶκος]] ἀφνειὸς [[ἔμμεναι]], το [[σπίτι]] ήταν προορισμένο να έχει πλούτο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰ ἐμέλλομεν ἀνοίσειν</i>, εάν ήμαστε σε [[θέση]] να αναφέρουμε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκφράζω]] μια [[βεβαιότητα]], [[μέλλω]] ἀπέχεσθαι Διί, είναι βέβαιο ότι ο Δίας με μισεί, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μέλλω]] ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, σίγουρα έχω διαπράξει [[αμάρτημα]] [[έναντι]] των αθανάτων, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τονίζω]] μια [[πιθανότητα]], όταν ενδέχεται να πραγματοποιηθεί, είναι πιθανό να κάνω ή να γίνει [[κάτι]], που εκφράζεται εναλλακτικά με επίρρ.· τὰδὲ μέλλετ' [[ἀκουέμεν]], είναι πιθανόν να το έχεις ακούσει, σε Ομήρ. Οδ.· μέλλεις [[ἴδμεναι]], πιθανόν εσύ να το γνώρισες, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμέλλετ' [[ἆρα]] πάντες ἀνασείειν βοήν, [[επιπλέον]], δεν είναι πιθανόν όλοι εσείς να υψώσετε (δηλ. θεωρούσα ότι θα υψώσετε) [[βοή]], θα ψηφίσετε δια βοής [[υποταγή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τονίζω]] μια απλή [[πρόθεση]] για [[κάτι]], έχω [[πάντοτε]] την [[πρόθεση]] να κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] [[ποτέ]] να το κάνω, και έτσι [[καθυστερώ]], [[αναβάλλω]], [[διστάζω]], έχω ενδοιασμούς, [[κυρίως]] με απαρ. ενεστ., <i>τί μέλλομεν χωρεῖν;</i> σε Σοφ.· [[συχνά]] ακολουθ. από το <i>μὴ οὐ</i> ή <i>μή</i>, <i>τί μέλλομεν μὴ πράσσειν;</i> σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> το [[μέλλω]] [[συχνά]] υφίσταται [[χωρίς]] το απαρ., τὸν υἱὸν ἑόρακας [[αὐτοῦ]]; (απάντ.): τί δ' οὐ [[μέλλω]]; [[γιατί]] δεν θά 'πρεπε να τον έχω δει; δηλ. να είσαι [[σίγουρος]] ότι τον έχω δει, σε Ξεν.· <i>οὐδὲν ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε</i> (ενν. [[παθεῖν]]), σε Θουκ.· ομοίως, όταν ἀπό το [[μέλλω]] φαίνεται να εξαρτάται μια αιτ., ένα απαρ. παραλείπεται, <i>τὸ μέλλειν ἀγαθά</i> (ενν. <i>πράσσειν</i>), [[προσδοκία]] για [[καλά]] πράγματα, γεγονότα, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> η μτχ. <i>[[μέλλων]]</i> [[χωρίς]] απαρ. (όπου το [[εἶναι]] ή το <i>[[γίγνεσθαι]]</i> είναι δυνατόν να συμπληρωθούν), ὁ [[μέλλων]] [[χρόνος]], ὁ [[μελλοντικός]] [[χρόνος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[ιδίως]] στο ουδ., <i>τὸ [[μέλλον]]</i>, <i>τὰ μέλλοντα</i>, πράγματα, γεγονότα που πρόκειται να έρθουν, [[συμβάν]], [[ζήτημα]], το [[μέλλον]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως ως Μέσ., <i>τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται</i>, οι ισχυρότερες εκκλήσεις σας είναι μελλοντικές ελπίδες, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> το <i>μέλλομαι</i> ως Παθ., <i>ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα</i>, ότι τα αναγκαία βήματα δεν πρέπει να καθυστερήσουν, σε Ξεν.· ἐν ὅσῳ [[ταῦτα]] μέλλεται, ενώ αυτές οι καθυστερήσεις συνεχίζονται, σε Δημ.
|lsmtext='''μέλλω:''' παρατ. <i>ἔμελλον</i> ή [[ἤμελλον]], Επικ. <i>[[μέλλον]]</i>, Ιων. <i>μέλλεσκον</i>, μέλ. [[μελλήσω]], αόρ. αʹ [[ἐμέλλησα]] — Παθ., βλ. κατωτ. III.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέφτομαι]] να πράξω [[κάτι]], [[προτίθεμαι]] να κάνω, ετοιμάζομαι για μια [[πράξη]], με απαρ., [[κυρίως]] απαρ. μέλ., <i>τάχ' ἔμελλε δώσειν</i>, ήταν [[μόλις]] [[έτοιμος]] να δώσει, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεις ἀφαιρήσεσθαι [[ἄεθλον]], σκέφτεσαι να μου αποστερήσεις το έπαθλο, στο ίδ.· [[συχνά]] με το οὐκ [[ἄρα]], όπως, <i>οὐκ ἄρ' ἔμελλες λήξειν;</i> δεν σκέφτηκες ότι έπρεπε να σταματήσεις; δεν μπορούσες να σταματήσεις; σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· είμαι [[έτοιμος]] να κάνω [[κάτι]] (καταναγκαστικά), είναι πεπρωμένο να κάνω ή να γίνει [[κάτι]], <i>τὰ οὐ τελέεσθαι ἔμελλον</i>, αυτό που δεν ήταν γραφτό να κατορθωθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλλεν [[οἶκος]] ἀφνειὸς [[ἔμμεναι]], το [[σπίτι]] ήταν προορισμένο να έχει πλούτο, σε Ομήρ. Οδ.· <i>εἰ ἐμέλλομεν ἀνοίσειν</i>, εάν ήμαστε σε [[θέση]] να αναφέρουμε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκφράζω]] μια [[βεβαιότητα]], [[μέλλω]] ἀπέχεσθαι Διί, είναι βέβαιο ότι ο Δίας με μισεί, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μέλλω]] ἀθανάτους ἀλιτέσθαι, σίγουρα έχω διαπράξει [[αμάρτημα]] [[έναντι]] των αθανάτων, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τονίζω]] μια [[πιθανότητα]], όταν ενδέχεται να πραγματοποιηθεί, είναι πιθανό να κάνω ή να γίνει [[κάτι]], που εκφράζεται εναλλακτικά με επίρρ.· τὰδὲ μέλλετ' [[ἀκουέμεν]], είναι πιθανόν να το έχεις ακούσει, σε Ομήρ. Οδ.· μέλλεις [[ἴδμεναι]], πιθανόν εσύ να το γνώρισες, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμέλλετ' [[ἆρα]] πάντες ἀνασείειν βοήν, [[επιπλέον]], δεν είναι πιθανόν όλοι εσείς να υψώσετε (δηλ. θεωρούσα ότι θα υψώσετε) [[βοή]], θα ψηφίσετε δια βοής [[υποταγή]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[τονίζω]] μια απλή [[πρόθεση]] για [[κάτι]], έχω [[πάντοτε]] την [[πρόθεση]] να κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] [[ποτέ]] να το κάνω, και έτσι [[καθυστερώ]], [[αναβάλλω]], [[διστάζω]], έχω ενδοιασμούς, [[κυρίως]] με απαρ. ενεστ., <i>τί μέλλομεν χωρεῖν;</i> σε Σοφ.· [[συχνά]] ακολουθ. από το <i>μὴ οὐ</i> ή <i>μή</i>, <i>τί μέλλομεν μὴ πράσσειν;</i> σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> το [[μέλλω]] [[συχνά]] υφίσταται [[χωρίς]] το απαρ., τὸν υἱὸν ἑόρακας [[αὐτοῦ]]; (απάντ.): τί δ' οὐ [[μέλλω]]; [[γιατί]] δεν θά 'πρεπε να τον έχω δει; δηλ. να είσαι [[σίγουρος]] ότι τον έχω δει, σε Ξεν.· <i>οὐδὲν ἐπάθετε οὐδὲ ἐμελλήσατε</i> (ενν. [[παθεῖν]]), σε Θουκ.· ομοίως, όταν ἀπό το [[μέλλω]] φαίνεται να εξαρτάται μια αιτ., ένα απαρ. παραλείπεται, <i>τὸ μέλλειν ἀγαθά</i> (ενν. <i>πράσσειν</i>), [[προσδοκία]] για [[καλά]] πράγματα, γεγονότα, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> η μτχ. <i>[[μέλλων]]</i> [[χωρίς]] απαρ. (όπου το [[εἶναι]] ή το <i>[[γίγνεσθαι]]</i> είναι δυνατόν να συμπληρωθούν), ὁ [[μέλλων]] [[χρόνος]], ὁ [[μελλοντικός]] [[χρόνος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[ιδίως]] στο ουδ., τὸ [[μέλλον]]</i>, <i>τὰ μέλλοντα</i>, πράγματα, γεγονότα που πρόκειται να έρθουν, [[συμβάν]], [[ζήτημα]], το [[μέλλον]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως ως Μέσ., <i>τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται</i>, οι ισχυρότερες εκκλήσεις σας είναι μελλοντικές ελπίδες, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> το <i>μέλλομαι</i> ως Παθ., <i>ὡς μὴ μέλλοιτο τὰ δέοντα</i>, ότι τα αναγκαία βήματα δεν πρέπει να καθυστερήσουν, σε Ξεν.· ἐν ὅσῳ [[ταῦτα]] μέλλεται, ενώ αυτές οι καθυστερήσεις συνεχίζονται, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{elru