Anonymous

μοναστήρι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
(25)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μοναστήρι]] το (Μ [[μοναστήρι]] και μοναστήριν και μαναστήρι και μαναστήριν και [[μοναστήριον]] και μοναστήριο και μαναστήριον)<br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου ζει [[κανείς]] ως [[μοναχός]]<br /><b>2.</b> [[συγκρότημα]] κτηρίων [[οπού]] ζουν μοναχοί, [[μονή]] («μαζεύτηκαν οι όμορφες να φτειάσουν μοναστήρια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[μεγάλη]] στις διαστάσεις [[εκκλησία]],[[ναός]] («σημαίνει κι η αγία Σοφία, το μέγα [[μοναστήρι]]», δημ. [[τραγούδι]]).<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ιερό]] ή φιλόξενο [[σπίτι]] («το [[σπίτι]] του [[είναι]] [[μοναστήρι]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[τόπος]] διαμονής<br /><b>2.</b> (στον εν. και πληθ.) <i>τὸ [[μοναστήρι]], και <i>τὰ μοναστήρια</i><br />μοναχοί, καλόγεροι<br /><b>αρχ.</b><br />[[κελλί]] ερημίτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοναστήριον]], ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[μοναστήριος]]. Ο τ. <i>μαναστήρι</i>(<i>ον</i>) με προληπτική [[αφομοίωση]]].
|mltxt=και [[μοναστήρι]] το (Μ [[μοναστήρι]] και μοναστήριν και μαναστήρι και μαναστήριν και [[μοναστήριον]] και μοναστήριο και μαναστήριον)<br /><b>1.</b> [[τόπος]] όπου ζει [[κανείς]] ως [[μοναχός]]<br /><b>2.</b> [[συγκρότημα]] κτηρίων [[οπού]] ζουν μοναχοί, [[μονή]] («μαζεύτηκαν οι όμορφες να φτειάσουν μοναστήρια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[μεγάλη]] στις διαστάσεις [[εκκλησία]],[[ναός]] («σημαίνει κι η αγία Σοφία, το μέγα [[μοναστήρι]]», δημ. [[τραγούδι]]).<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ιερό]] ή φιλόξενο [[σπίτι]] («το [[σπίτι]] του [[είναι]] [[μοναστήρι]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[τόπος]] διαμονής<br /><b>2.</b> (στον εν. και πληθ.) τὸ [[μοναστήρι]], και <i>τὰ μοναστήρια</i><br />μοναχοί, καλόγεροι<br /><b>αρχ.</b><br />[[κελλί]] ερημίτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοναστήριον]], ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[μοναστήριος]]. Ο τ. <i>μαναστήρι</i>(<i>ον</i>) με προληπτική [[αφομοίωση]]].
}}
}}