Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔδιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
(1ab)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὔδιος]], -ον) [[ευδία]]<br />(για καιρό, αέρα, [[θάλασσα]] <b>κ.λπ.</b>) [[γαλήνιος]], [[ήσυχος]], [[λαμπρός]], [[ανέφελος]] («χειμὼν [[εὔδιος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[φαιδρός]], [[ήπιος]] («[[εὔδιος]] ἡ [[ψυχή]]», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ειρηνικός]], [[ήσυχος]] («[[εὔδιος]] καὶ γαληνὸς [[βίος]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[εὔδιον]]<br />η [[ιδιότητα]] του ευδίου («τὸ [[εὔδιον]] τοῡ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] όταν [[είναι]] [[καλοκαιρία]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρνει [[καλοκαιρία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὔδιον]] και [[εὐδία]] (Α), <i>εὐδίως</i> (Μ)<br />με [[γαλήνη]], [[ήσυχα]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὔδιος]], -ον) [[ευδία]]<br />(για καιρό, αέρα, [[θάλασσα]] <b>κ.λπ.</b>) [[γαλήνιος]], [[ήσυχος]], [[λαμπρός]], [[ανέφελος]] («χειμὼν [[εὔδιος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[φαιδρός]], [[ήπιος]] («[[εὔδιος]] ἡ [[ψυχή]]», Ιουστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ειρηνικός]], [[ήσυχος]] («[[εὔδιος]] καὶ γαληνὸς [[βίος]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[εὔδιον]]<br />η [[ιδιότητα]] του ευδίου («τὸ [[εὔδιον]] τοῡ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ασχολείται με [[κάτι]] όταν [[είναι]] [[καλοκαιρία]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρνει [[καλοκαιρία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὔδιον]] και [[εὐδία]] (Α), <i>εὐδίως</i> (Μ)<br />με [[γαλήνη]], [[ήσυχα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm