Anonymous

χρηματιστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χρηματιστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χρηματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χρηματιστικό [[κεφάλαιο]]»<br /><b>(οικον.)</b> το χρηματιστηριακό [[κεφάλαιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματισμό, στην [[απόκτηση]] χρημάτων<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] ή ο [[κατάλληλος]] για τη [[διεκπεραίωση]] δημόσιων υποθέσεων<br /><b>3.</b> [[προφητικός]]<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> (για αστέρες) αυτός που ασκεί [[επίδραση]] στον άνθρωπο<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χρηματιστικός]]<br />[[άνθρωπος]] που ασχολείται με την [[πρόσκτηση]] χρημάτων<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χρηματιστική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της πρόσκτησης χρημάτων<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρηματιστικόν</i><br />η εμπορική [[τάξη]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «χρηματιστικὸς [[οἰωνός]]» — [[οιωνός]] που προμηνύει [[κέρδος]] (<b>Ξεν.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[χρηματιστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χρηματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «χρηματιστικό [[κεφάλαιο]]»<br /><b>(οικον.)</b> το χρηματιστηριακό [[κεφάλαιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματισμό, στην [[απόκτηση]] χρημάτων<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] ή ο [[κατάλληλος]] για τη [[διεκπεραίωση]] δημόσιων υποθέσεων<br /><b>3.</b> [[προφητικός]]<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> (για αστέρες) αυτός που ασκεί [[επίδραση]] στον άνθρωπο<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χρηματιστικός]]<br />[[άνθρωπος]] που ασχολείται με την [[πρόσκτηση]] χρημάτων<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ χρηματιστική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της πρόσκτησης χρημάτων<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρηματιστικόν</i><br />η εμπορική [[τάξη]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «χρηματιστικὸς [[οἰωνός]]» — [[οιωνός]] που προμηνύει [[κέρδος]] (<b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm