Anonymous

οὐαί: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[οὐαί]])<br /><b>επιφών.</b><br /><b>1.</b> (οδύνης ή αγανάκτησης ή απειλής) [[αλίμονο]], αχ! («[[οὐαί]] σοι, Μωάβ, ἀπώλου λαὸς Χαμώς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐαὶ τοῑς ἡττημένοις» — λέξεις τις οποίες απηύθυνε [[προς]] τους Ρωμαίους ο Βρέννος, [[αρχηγός]] τών Γαλατών, όταν οι Γαλάτες κυρίευσαν τη [[Ρώμη]] και όταν [[κατά]] τη [[ζύγιση]] τών λύτρων, τα οποία κατέβαλε η [[πόλη]], προσέθεσε στο [[βάρος]] της ζυγαριάς το [[ξίφος]] του και τον ζωστήρα του<br /><b>αρχ.</b><br />(ως θηλ. ουσ.) <i>ἡ [[οὐαί]]<br />η [[συμφορά]] («ἡ οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν<br />Ιδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ [[μετὰ]] ταῡτα», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο από τη Σημιτική, το οποίο μεταγράφηκε την [[ίδια]] [[εποχή]] και στη Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>vae</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[οὐαί]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Κυπρίους) «φυλαί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ. του <i>οἴη</i> (Ι) «[[κώμη]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α [[οὐαί]])<br /><b>επιφών.</b><br /><b>1.</b> (οδύνης ή αγανάκτησης ή απειλής) [[αλίμονο]], αχ! («[[οὐαί]] σοι, Μωάβ, ἀπώλου λαὸς Χαμώς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐαὶ τοῑς ἡττημένοις» — λέξεις τις οποίες απηύθυνε [[προς]] τους Ρωμαίους ο Βρέννος, [[αρχηγός]] τών Γαλατών, όταν οι Γαλάτες κυρίευσαν τη [[Ρώμη]] και όταν [[κατά]] τη [[ζύγιση]] τών λύτρων, τα οποία κατέβαλε η [[πόλη]], προσέθεσε στο [[βάρος]] της ζυγαριάς το [[ξίφος]] του και τον ζωστήρα του<br /><b>αρχ.</b><br />(ως θηλ. ουσ.) ἡ [[οὐαί]]<br />η [[συμφορά]] («ἡ οὐαὶ ἡ μία ἀπῆλθεν<br />Ιδοὺ ἔρχονται ἔτι δύο οὐαὶ [[μετὰ]] ταῡτα», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο από τη Σημιτική, το οποίο μεταγράφηκε την [[ίδια]] [[εποχή]] και στη Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>vae</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[οὐαί]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Κυπρίους) «φυλαί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ. του <i>οἴη</i> (Ι) «[[κώμη]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm