3,277,242
edits
(nl) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ΐα, -ον, και αττ. τ. [[πρῷος]], -α, -ον, Α [[πρωΐ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πρωί]] ή αυτός που γίνεται [[κατά]] το [[πρωί]], ο [[πρωινός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] την [[αρχή]] μιας [[χρονικής]] περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ [[νωρίς]], ο [[πρώιμος]] (α. «[ὁ στρατὸς] [[πρώϊος]] συνελέγετο ἐς Σάμον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὸν πρῷον σῑτον», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που παράγει πρώιμους καρπούς («τόπον τινὰ πρώϊον καὶ εὔφορον», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ΐα, -ον, και αττ. τ. [[πρῷος]], -α, -ον, Α [[πρωΐ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[πρωί]] ή αυτός που γίνεται [[κατά]] το [[πρωί]], ο [[πρωινός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] την [[αρχή]] μιας [[χρονικής]] περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ [[νωρίς]], ο [[πρώιμος]] (α. «[ὁ στρατὸς] [[πρώϊος]] συνελέγετο ἐς Σάμον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «τὸν πρῷον σῑτον», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που παράγει πρώιμους καρπούς («τόπον τινὰ πρώϊον καὶ εὔφορον», Θεόφρ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πρωΐα]]<br /><b>βλ.</b> [[πρωία]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πρώϊον</i><br />[[κατά]] το [[πρωί]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[δείλη]] [[πρωΐα]]» — το [[χρονικό]] [[διάστημα]] από 1 μ.μ. έως 3 μ.μ. [[περίπου]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |