Anonymous

φύω: Difference between revisions

From LSJ
3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [["
(1b)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 34: Line 34:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[φυίω]] Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[συντελώ]] στο να φυτρώσει [[κάτι]], [[εκφύω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[φύομαι]]<br />([[κυρίως]] για φυτά και δέντρα) [[φυτρώνω]], εκφύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτθ.)</b> α) (για φυτά και δέντρα) [[εκφύω]] βλαστούς, [[βλαστάνω]] («δρύες... αἵτε φύοντι παρ' ὄχθαισιν ποταμοῑο», <b>Θεόκρ.</b>)<br />β) έχω απογόνους («ὧς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη γη) [[αναδίδω]], [[παράγω]]<br /><b>3.</b> (για πρόσ. και σχετικά με την [[ανάπτυξη]] διαφόρων [[μερών]] του σώματος) [[εμφανίζω]] στην [[επιφάνεια]], [[βγάζω]] («φύει πώγωνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πρόσ. και [[ιδίως]] για άνδρα) [[γεννώ]] («Διὸς... τοῡ με φύσαντος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> (για τον Θεό) [[δημιουργώ]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] ή [[επιφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] (α. «θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῑς, [[ὅταν]] κακῶσαι [[δῶμα]]... θέλῃ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «αὑτῷ πόνους φῦσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> ([[κυρίως]] το παθ.) α) [[αναφύομαι]] («τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) γεννώμαι<br />γ) έχω από τη [[φύση]] μια [[ιδιότητα]] («κακὸς πέφυκα», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) (με απρμφ.) έχω από τη [[φύση]] την [[κλίση]] και, [[κυρίως]], την [[ικανότητα]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] γεννημένος για [[κάτι]] («φύσει σε μὴ πεφυκότα τοιαῡτα φωνεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[είμαι]] [[επιρρεπής]] σε [[κάτι]] («καὶ οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασιν ἱκανῶς», <b>Αριστοτ.</b>)<br />στ) [[γίνομαι]] («πιστοὺς φύσει φύεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br />ζ) [[είμαι]] από τη [[φύση]] προορισμένος να [[τύχω]] σε κάποιον, [[είμαι]] η [[μοίρα]] κάποιου<br />η) <b>μτφ.</b> [[προκόβω]] («Φίλιππος... κατὰ πάντων ἐφύετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>πέφυκεν</i> ή <i>ὡς πέφυκε</i><br />[[είναι]] [[φυσικό]]<br /><b>9.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ [[φύσας]]<br />ο [[πατέρας]]<br /><b>10.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>οἱ φύσαντες</i><br />οι γονείς<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «φρένας φύω» — [[βάζω]] [[μυαλό]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «δόξαν φύω» — [[αποκτώ]] [[δόξα]] ή έχω [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό μου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «ἔν τ' ἄρα οἱ φῡ χειρί»<br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με εγκάρδιο χαιρετισμό) έπιασε [[δυνατά]] το [[χέρι]] του (<b>Ομ. Ιλ.</b> και Οδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] και η οικογένειά του ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] με σημ. «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι, αναπτύσσομαι», η οποία απαντά και με τη μονοσύλλαβη [[μορφή]] <i>bheu</i>- [[αλλά]] και με δισύλλαβη [[μορφή]] <i>bhew</i>-<i>ә</i> / <i>bhw</i>-<i>e</i><i>ә</i>- / <i>bhu</i>-<i>ә</i>- με λαρυγγικό φθόγγο στη δεύτερη [[συλλαβή]], ο [[οποίος]], όμως, δεν [[είναι]] εύκολο να καθοριστεί με [[ακρίβεια]]. Ο ενεστ. <i>φῠω</i> / <i>φῠομαι</i>, με βραχύ -<i>ῠ</i> μπορεί να ερμηνευθεί ικανοποιητικά με την [[αναγωγή]] του στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhῠ</i>- της μονοσύλλαβης ρίζας <i>bheu</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhavati</i> «αυτός [[είναι]]» από την απαθή [[βαθμίδα]]), ενώ και ο αιολ. τ. [[φυίω]] έχει σχηματιστεί από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με ρηματ. κατάλ. -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>fio</i> «[[γίνομαι]]», αρχ. αγγλ. <i>beo</i> «[[είμαι]]»). Ωστόσο, αρχαιότερος τ. του ρηματ. [[αυτού]] συστήματος θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. του αορ. <i>ἔφυν</i>, με μακρό -<i>ῡ</i>-, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από [[μορφή]] ρίζας <i>bh</i><i>ū</i>- / <i>bhu</i><i>ә</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>abhũt</i>, λατ. <i>fuit</i>), από την οποία έχει προέλθει και ο παρακμ. <i>πέφῡκα</i> (ο [[οποίος]], όμως, μπορεί να έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του <i>ἔφῡν</i>), [[καθώς]] και οι τ. <i>φῡμα</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhuman</i>- «γη»), <i>φῡλή</i> / <i>φῡλον</i>, <i>φῡσί</i>-<i>ζοος</i>. Το μεγάλο, όμως, [[μέρος]] τους τα παρ. του ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] εμφανίζουν θ. <i>φῠ</i>-, με βραχύ -<i>ῠ</i>-, το οποίο αρχικά έχει προέλθει με [[βράχυνση]] του -<i>ῦ</i>- προ άλλου φωνήεντος, <b>πρβλ.</b> <i>ἰχθῡς</i>: <i>ἰχθῠος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φῠή</i>, τα σύνθ. σε -<i>φυής</i> και -[[φυάς]]), στη [[συνέχεια]], όμως, γενικεύθηκε και απαντά κατ' [[αναλογία]], [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ῡ</i>-, και σε τ. όπου ακολουθεί [[σύμφωνο]]: <i>φῠτός</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ū</i><i>ta</i>-), [[φύσις]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhuti</i>- «[[ευημερία]], λιθουαν. <i>b</i><i>ū</i><i>tis</i> «ύπαρξη»), <i>φῠταλιά</i>, [[φύτλη]], <i>φύτρον</i>. Το ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] εντάσσεται σε μια σημαντική [[οικογένεια]] της ΙΕ η οποία διατηρείται και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες [[είτε]] με την αρχική σημ. «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhum</i><i>ī</i>- «γη, [[έδαφος]]», αρχ. σλαβ. <i>bylĭje</i> «φυτά», αλβαν. <i>bime</i> «[[φυτό]]», αρμεν. <i>busanim</i> «[[παράγω]], [[αναπτύσσω]]») [[είτε]], κατ' [[επέκταση]], με τη σημ. «[[γίνομαι]], [[υπάρχω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>abh</i><i>ū</i><i>t</i> «υπήρξε», λατ. <i>fui</i>, παρακμ. του ρ. <i>sum</i> «[[είμαι]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>φυή</i>, [[φύμα]], [[φύση]], [[φύτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φύος]], [[φυταλιά]], [[φυτάλιος]], [[φυτήρ]], [[φύτλη]], [[φύτλον]], [[φυτός]], [[φύτωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φύτρο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναφύω]], [[εκφύω]], <i>επιφύω</i>(-<i>ομαι</i>), [[προσφύω]](-<i>ομαί</i>), [[συμφύω]], [[υποφύω]](-<i>ομαι</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντεκφύομαι</i>, <i>αντεμφύομαι</i>, <i>αντιφύω</i>, [[αποφύω]], [[διαφύομαι]], [[διεκφύω]], [[διεμφύομαι]], <i>εγκαταφύω</i>, [[εμφύω]], [[εξαναφύομαι]], [[επαναφύω]], [[καταφύω]], [[κατεπιφύω]], [[μεταφύομαι]], [[παραναφύω]], [[παραφύω]], [[παρεμφύομαι]], [[περιφύω]], [[προσεμφύω]], [[προσπαραφύομαι]], [[προφύομαι]], [[συμπαραφύομαι]], [[συναποφύω]], [[συνεκφύομαι]], [[συνεμφύω]], [[συνεπιφύομαι]], [[συνυποφύομαι]], <i>υπαναφύομαι</i>, <i>υπεκφύομαι</i>, [[υπερφύομαι]]].
|mltxt=ΝΜΑ, και αιολ. τ. [[φυίω]] Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[συντελώ]] στο να φυτρώσει [[κάτι]], [[εκφύω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[φύομαι]]<br />([[κυρίως]] για φυτά και δέντρα) [[φυτρώνω]], εκφύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτθ.)</b> α) (για φυτά και δέντρα) [[εκφύω]] βλαστούς, [[βλαστάνω]] («δρύες... αἵτε φύοντι παρ' ὄχθαισιν ποταμοῑο», <b>Θεόκρ.</b>)<br />β) έχω απογόνους («ὧς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει, ἡ δ' ἀπολήγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη γη) [[αναδίδω]], [[παράγω]]<br /><b>3.</b> (για πρόσ. και σχετικά με την [[ανάπτυξη]] διαφόρων [[μερών]] του σώματος) [[εμφανίζω]] στην [[επιφάνεια]], [[βγάζω]] («φύει πώγωνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για πρόσ. και [[ιδίως]] για άνδρα) [[γεννώ]] («Διὸς... τοῡ με φύσαντος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>εκκλ.</b> (για τον Θεό) [[δημιουργώ]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] ή [[επιφέρω]] σε κάποιον [[κάτι]] (α. «θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῑς, [[ὅταν]] κακῶσαι [[δῶμα]]... θέλῃ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «αὑτῷ πόνους φῦσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> ([[κυρίως]] το παθ.) α) [[αναφύομαι]] («τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) γεννώμαι<br />γ) έχω από τη [[φύση]] μια [[ιδιότητα]] («κακὸς πέφυκα», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) (με απρμφ.) έχω από τη [[φύση]] την [[κλίση]] και, [[κυρίως]], την [[ικανότητα]] να [[κάνω]] [[κάτι]], [[είμαι]] γεννημένος για [[κάτι]] («φύσει σε μὴ πεφυκότα τοιαῡτα φωνεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[είμαι]] [[επιρρεπής]] σε [[κάτι]] («καὶ οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασιν ἱκανῶς», <b>Αριστοτ.</b>)<br />στ) [[γίνομαι]] («πιστοὺς φύσει φύεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br />ζ) [[είμαι]] από τη [[φύση]] προορισμένος να [[τύχω]] σε κάποιον, [[είμαι]] η [[μοίρα]] κάποιου<br />η) <b>μτφ.</b> [[προκόβω]] («Φίλιππος... κατὰ πάντων ἐφύετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>πέφυκεν</i> ή <i>ὡς πέφυκε</i><br />[[είναι]] [[φυσικό]]<br /><b>9.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ [[φύσας]]<br />ο [[πατέρας]]<br /><b>10.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>οἱ φύσαντες</i><br />οι γονείς<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «φρένας φύω» — [[βάζω]] [[μυαλό]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «δόξαν φύω» — [[αποκτώ]] [[δόξα]] ή έχω [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό μου (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «ἔν τ' ἄρα οἱ φῡ χειρί»<br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με εγκάρδιο χαιρετισμό) έπιασε [[δυνατά]] το [[χέρι]] του (<b>Ομ. Ιλ.</b> και Οδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] και η οικογένειά του ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] με σημ. «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι, αναπτύσσομαι», η οποία απαντά και με τη μονοσύλλαβη [[μορφή]] <i>bheu</i>- [[αλλά]] και με δισύλλαβη [[μορφή]] <i>bhew</i>-<i>ә</i> / <i>bhw</i>-<i>e</i><i>ә</i>- / <i>bhu</i>-<i>ә</i>- με λαρυγγικό φθόγγο στη δεύτερη [[συλλαβή]], ο [[οποίος]], όμως, δεν [[είναι]] εύκολο να καθοριστεί με [[ακρίβεια]]. Ο ενεστ. <i>φῠω</i> / <i>φῠομαι</i>, με βραχύ -<i>ῠ</i> μπορεί να ερμηνευθεί ικανοποιητικά με την [[αναγωγή]] του στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhῠ</i>- της μονοσύλλαβης ρίζας <i>bheu</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhavati</i> «αυτός [[είναι]]» από την απαθή [[βαθμίδα]]), ενώ και ο αιολ. τ. [[φυίω]] έχει σχηματιστεί από την [[ίδια]] [[ρίζα]] με ρηματ. κατάλ. -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>fio</i> «[[γίνομαι]]», αρχ. αγγλ. <i>beo</i> «[[είμαι]]»). Ωστόσο, αρχαιότερος τ. του ρηματ. [[αυτού]] συστήματος θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. του αορ. <i>ἔφυν</i>, με μακρό -<i>ῡ</i>-, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από [[μορφή]] ρίζας <i>bh</i><i>ū</i>- / <i>bhu</i><i>ә</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>abhũt</i>, λατ. <i>fuit</i>), από την οποία έχει προέλθει και ο παρακμ. <i>πέφῡκα</i> (ο [[οποίος]], όμως, μπορεί να έχει σχηματιστεί κατ' [[επίδραση]] του <i>ἔφῡν</i>), [[καθώς]] και οι τ. <i>φῡμα</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhuman</i>- «γη»), <i>φῡλή</i> / <i>φῡλον</i>, <i>φῡσί</i>-<i>ζοος</i>. Το μεγάλο, όμως, [[μέρος]] τους τα παρ. του ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] εμφανίζουν θ. <i>φῠ</i>-, με βραχύ -<i>ῠ</i>-, το οποίο αρχικά έχει προέλθει με [[βράχυνση]] του -<i>ῦ</i>- προ άλλου φωνήεντος, <b>πρβλ.</b> <i>ἰχθῡς</i>: <i>ἰχθῠος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φῠή</i>, τα σύνθ. σε -<i>φυής</i> και -[[φυάς]]), στη [[συνέχεια]], όμως, γενικεύθηκε και απαντά κατ' [[αναλογία]], [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ῡ</i>-, και σε τ. όπου ακολουθεί [[σύμφωνο]]: <i>φῠτός</i> (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bh</i><i>ū</i><i>ta</i>-), [[φύσις]] (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhuti</i>- «[[ευημερία]], λιθουαν. <i>b</i><i>ū</i><i>tis</i> «ύπαρξη»), <i>φῠταλιά</i>, [[φύτλη]], <i>φύτρον</i>. Το ρ. <i>φύω</i> / [[φύομαι]] εντάσσεται σε μια σημαντική [[οικογένεια]] της ΙΕ η οποία διατηρείται και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες [[είτε]] με την αρχική σημ. «[[μεγαλώνω]], αυξάνομαι» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhum</i><i>ī</i>- «γη, [[έδαφος]]», αρχ. σλαβ. <i>bylĭje</i> «φυτά», αλβαν. <i>bime</i> «[[φυτό]]», αρμεν. <i>busanim</i> «[[παράγω]], [[αναπτύσσω]]») [[είτε]], κατ' [[επέκταση]], με τη σημ. «[[γίνομαι]], [[υπάρχω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>abh</i><i>ū</i><i>t</i> «υπήρξε», λατ. <i>fui</i>, παρακμ. του ρ. <i>sum</i> «[[είμαι]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>φυή</i>, [[φύμα]], [[φύση]], [[φύτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φύος]], [[φυταλιά]], [[φυτάλιος]], [[φυτήρ]], [[φύτλη]], [[φύτλον]], [[φυτός]], [[φύτωρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φύτρο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναφύω]], [[εκφύω]], <i>επιφύω</i>(-<i>ομαι</i>), [[προσφύω]](-<i>ομαί</i>), [[συμφύω]], [[υποφύω]](-<i>ομαι</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντεκφύομαι</i>, <i>αντεμφύομαι</i>, <i>αντιφύω</i>, [[αποφύω]], [[διαφύομαι]], [[διεκφύω]], [[διεμφύομαι]], <i>εγκαταφύω</i>, [[εμφύω]], [[εξαναφύομαι]], [[επαναφύω]], [[καταφύω]], [[κατεπιφύω]], [[μεταφύομαι]], [[παραναφύω]], [[παραφύω]], [[παρεμφύομαι]], [[περιφύω]], [[προσεμφύω]], [[προσπαραφύομαι]], [[προφύομαι]], [[συμπαραφύομαι]], [[συναποφύω]], [[συνεκφύομαι]], [[συνεμφύω]], [[συνεπιφύομαι]], [[συνυποφύομαι]], <i>υπαναφύομαι</i>, <i>υπεκφύομαι</i>, [[υπερφύομαι]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm