Anonymous

ανακούρκουδα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ">" to ">"
(3)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με λυγισμένα τα γόνατα και το [[σώμα]] στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών<br /><b>2.</b> [[οκλαδόν]]<br /><b>3.</b> ύπτια, [[ανάσκελα]]<br /><b>4.</b> με το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[ανάποδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ., [[κατά]] τον Κοραή, από <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> ιταλ. <i>corcare</i> «[[ξαπλώνω]]» ή <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> αρχ. επίρρ. [[κλωκυδά]] «[[κάθομαι]] και στα δύο πόδια» (Ησύχιος). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. προήλθε από τη [[φράση]] <i>ανά κόκκυγα</i>. Σύμφωνα [[τέλος]] με [[τρίτη]] [[άποψη]], η λ. ετυμολογείται από <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> μσν. <i>κουκούβα</i> «[[κουκουβάγια]]» &GT; <i>ανακούκουδα</i> (με [[τροπή]] του <i>β</i> σε <i>δ</i>) &GT; [[ανακούρκουδα]] (με [[προσθήκη]] του ρ). Κατ’ αυτή [[δηλαδή]] την [[άποψη]], η λ. προήλθε από τη [[στάση]] της κουκουβάγιας, που [[συνήθως]] κάθεται μαζεμένα, συνεσταλμένα].
|mltxt=και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> με λυγισμένα τα γόνατα και το [[σώμα]] στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών<br /><b>2.</b> [[οκλαδόν]]<br /><b>3.</b> ύπτια, [[ανάσκελα]]<br /><b>4.</b> με το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[ανάποδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ., [[κατά]] τον Κοραή, από <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> ιταλ. <i>corcare</i> «[[ξαπλώνω]]» ή <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> αρχ. επίρρ. [[κλωκυδά]] «[[κάθομαι]] και στα δύο πόδια» (Ησύχιος). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. προήλθε από τη [[φράση]] <i>ανά κόκκυγα</i>. Σύμφωνα [[τέλος]] με [[τρίτη]] [[άποψη]], η λ. ετυμολογείται από <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> μσν. <i>κουκούβα</i> «[[κουκουβάγια]]» > <i>ανακούκουδα</i> (με [[τροπή]] του <i>β</i> σε <i>δ</i>) > [[ανακούρκουδα]] (με [[προσθήκη]] του ρ). Κατ’ αυτή [[δηλαδή]] την [[άποψη]], η λ. προήλθε από τη [[στάση]] της κουκουβάγιας, που [[συνήθως]] κάθεται μαζεμένα, συνεσταλμένα].
}}
}}