3,270,347
edits
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[αἰών]], ο και η)<br /><b>1.</b> μεγάλο, απεριόριστο [[χρονικό]] [[διάστημα]], στο [[παρελθόν]] ή στο [[μέλλον]], [[μακριά]] [[σειρά]] ετών, [[χρόνια]] και [[χρόνια]] (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για [[δήλωση]] υπερβολής)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «απ' αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο [[παρελθόν]], από πολύ [[παλιά]]<br />εις (τον)αιώνα [(του) αιώνος] ή εις (τους) [[αιώνας]] [(τών) αιώνων], [[συνήθης]] [[κατάληξη]] ύμνων ή δεήσεων εκκλησιαστικών ακολουθιών), για [[πάντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] στο οποίο περιέχεται η ζωή ενός ανθρώπου και τών συγχρόνων του ανθρώπων, [[εποχή]], [[καιρός]]<br /><b>2.</b> χρονική [[περίοδος]] [[εκατό]] ετών, [[εκατονταετία]]<br /><b>3.</b> ορισμένη χρονική ή ιστορική [[περίοδος]] που χαρακτηρίζεται από μία ιστορική [[προσωπικότητα]] ή ένα σπουδαίο [[γεγονός]], παγκόσμιας, [[συνήθως]], σημασίας (π.χ. «[[αιών]] του Περικλέους»)-<br /><b>4.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «στον αιώνα τον [[άπαντα]]» ([[συνήθως]] για [[άρνηση]]) [[ποτέ]], [[ουδέποτε]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αρχή]] και [[τέλος]] [[χρόνος]], [[άπειρος]] [[χρόνος]], [[αιωνιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διάστημα]] χιλίων ετών, [[χιλιετία]]<br /><b>2.</b> [[διάστημα]] χρόνου με [[σαφώς]] καθορισμένα όρια, [[κυρίως]] η παρούσα ζωή, ο [[τωρινός]] [[κόσμος]], σε [[αντίθεση]] με τον ακαθόριστο μελλοντικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διάρκεια]], η [[περίοδος]] της ζωής ενός ανθρώπου και συνεκδ. η [[ίδια]] η ζωή, η ύπαρξη<br /><b>2.</b> [[γενιά]]<br />«αἰῶνα ἐς [[τρίτον]]» (Αισχύλος)<br /><b>3.</b> πεπρωμένο, [[προορισμός]], [[μοίρα]]<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> οι αιώνες, η [[αιωνιότητα]]<br /><b>5.</b> (για τους Πυθαγορείους)<br />ο [[αριθμός]] 10<br /><b>6.</b> (ως κύριο όνομα) <i>ο Αιών</i><br />[[γιος]] του Χρόνου (προσωποποιημένη έκφρ. του χρόνου)<br /><b>7.</b> (ως επίθ. του ουσ. [[χρόνος]]) [[ατέλειωτος]], [[αιώνιος]]<br /><b>8.</b> <i>Αιώνες</i><br />όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονταν διάφορα θεϊκά όντα ή πνεύματα που εξουσίαζαν τους ανθρώπους<br /><b>9.</b> ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]] (ως [[έδρα]] της ζωής)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «αἰὼν Αἰακιδάν», περίφρ. [[αντί]] <i>Αἰακίδες</i><br />«δι' αἰῶνος», αιωνίως<br />«εἰς πάντας τοὺς αἰώνας» και «τὸν δι' αἰῶνος χρόνον», για [[πάντα]]<br />«εἰς τὸν αἰῶνα», [[ποτέ]] πια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αἰών]] εμφανίζει ιδιαίτερο γλωσσικό [[ενδιαφέρον]] λόγω της ετυμολογικής προελεύσεως και τών ομορρίζων της στην Ελληνική και σε άλλες ΙΕ γλώσσες [[καθώς]] και λόγω της σημασιολογικής της εξελίξεως. Η λ. προήλθε από αρχ. τ. <i>aἰF</i>-<i>ών</i>, έρρινο θεματ. τ. από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>aiw</i>-. Αρχ. σημ. της ρίζας ήταν «η ζωτική [[δύναμη]]» που διατηρήθηκε στο αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>yu</i>- και στη λ. [[αἰών]], όπως φαίνεται από τη [[συνεκφορά]] της με τη λ. <i>ψυχὴ</i> στον Όμηρο (Π 453 «[[αὐτάρ]] [[ἐπεὶ]] δὴ τον γε λίπῃ [[ψυχή]] τε καὶ [[αἰών]]», [[αφού]] του λείψουν η [[ψυχή]] και της ζωής η [[δύναμη]]), [[λέξη]] που πιθ. επέδρασε αναλογικά στη λ. <i>αἰὼν</i> προσδίδοντας της και θηλ. [[γένος]] (η [[αἰών]]). Εν συνεχεία η λ. σήμανε «τη ζωή» γενικότερα και την [[έδρα]] της ζωής, όπως πίστευαν, «τον νωτιαίο μυελό». Αργότερα δήλωσε «τη [[διάρκεια]] της ζωής» και «τη [[διάρκεια]]» γενικότερα, για να σημάνει τελικά στη φιλοσοφική [[κυρίως]] [[γλώσσα]] «την [[αιωνιότητα]]». Με ειδικότερο προσδιορισμό του μήκους της διαρκείας, η λ. σήμανε στην αρχαία «τη [[γενεά]]», στον μεσαίωνα τη [[χιλιετία]] ([[διάρκεια]] χιλίων ετών) και στους [[μετέπειτα]] χρόνους «τον αιώνα» ([[διάρκεια]] [[εκατό]] ετών). Η [[ίδια]] [[ρίζα]] (<i>aiw</i>-) έδωσε [[λαβή]] στη [[δημιουργία]] πλήθους λεξιλογικών στοιχείων και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, από τα οποία αναφέρουμε ενδεικτικά τα λατ. <i>aevum</i> (ό,τι το ελλην. [[αἰών]]), <i>aetas</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>aevitas</i>) «[[ηλικία]]» και <i>aeternus</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>aeviternus</i>) «[[αιώνιος]]», απ' όπου τα γαλλ. <i>age</i> «[[ηλικία]]» (από το λατ. <i>aetaticum</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>aetas</i>), <i>medi</i>-<i>eval</i> «[[μεσαιωνικός]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>medium aevum</i>), <i>longevite</i> «[[μακροβιότητα]]» (μεταγ. λατ. <i>longaevitas aevum</i>), <i>eternel</i> «[[αιώνιος]]» (<span style="color: red;"><</span> χριστ. λατ. <i>aeternalis</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>aeternus</i>)<br />τα αρχ. γερμ. <i>aiw</i> «[[πάντοτε]]» και <i>nie</i>... <i>aiw</i> «[[ποτέ]]», απ' όπου τα αγγλ. <i>ever</i> «[[πάντοτε]]», γερμ. <i>ewig</i> «[[παντοτινός]], [[αιώνιος]]», γερμ. <i>nie</i> «[[ποτέ]]» κ.ά. Από έρρινη [[επίσης]] [[μορφή]] θέματος προήλθε το επίρρ. <i>αἰὲν</i>, πρβλ. και <i>ἀεί</i>), ενώ από ένσιγμη [[μορφή]] θέματος παράγεται ο τ. <i>αἰῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>aiFόσa</i> | |mltxt=ο (Α [[αἰών]], ο και η)<br /><b>1.</b> μεγάλο, απεριόριστο [[χρονικό]] [[διάστημα]], στο [[παρελθόν]] ή στο [[μέλλον]], [[μακριά]] [[σειρά]] ετών, [[χρόνια]] και [[χρόνια]] (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για [[δήλωση]] υπερβολής)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «απ' αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο [[παρελθόν]], από πολύ [[παλιά]]<br />εις (τον)αιώνα [(του) αιώνος] ή εις (τους) [[αιώνας]] [(τών) αιώνων], [[συνήθης]] [[κατάληξη]] ύμνων ή δεήσεων εκκλησιαστικών ακολουθιών), για [[πάντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[χρονικό]] [[διάστημα]] στο οποίο περιέχεται η ζωή ενός ανθρώπου και τών συγχρόνων του ανθρώπων, [[εποχή]], [[καιρός]]<br /><b>2.</b> χρονική [[περίοδος]] [[εκατό]] ετών, [[εκατονταετία]]<br /><b>3.</b> ορισμένη χρονική ή ιστορική [[περίοδος]] που χαρακτηρίζεται από μία ιστορική [[προσωπικότητα]] ή ένα σπουδαίο [[γεγονός]], παγκόσμιας, [[συνήθως]], σημασίας (π.χ. «[[αιών]] του Περικλέους»)-<br /><b>4.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «στον αιώνα τον [[άπαντα]]» ([[συνήθως]] για [[άρνηση]]) [[ποτέ]], [[ουδέποτε]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αρχή]] και [[τέλος]] [[χρόνος]], [[άπειρος]] [[χρόνος]], [[αιωνιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[διάστημα]] χιλίων ετών, [[χιλιετία]]<br /><b>2.</b> [[διάστημα]] χρόνου με [[σαφώς]] καθορισμένα όρια, [[κυρίως]] η παρούσα ζωή, ο [[τωρινός]] [[κόσμος]], σε [[αντίθεση]] με τον ακαθόριστο μελλοντικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[διάρκεια]], η [[περίοδος]] της ζωής ενός ανθρώπου και συνεκδ. η [[ίδια]] η ζωή, η ύπαρξη<br /><b>2.</b> [[γενιά]]<br />«αἰῶνα ἐς [[τρίτον]]» (Αισχύλος)<br /><b>3.</b> πεπρωμένο, [[προορισμός]], [[μοίρα]]<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> οι αιώνες, η [[αιωνιότητα]]<br /><b>5.</b> (για τους Πυθαγορείους)<br />ο [[αριθμός]] 10<br /><b>6.</b> (ως κύριο όνομα) <i>ο Αιών</i><br />[[γιος]] του Χρόνου (προσωποποιημένη έκφρ. του χρόνου)<br /><b>7.</b> (ως επίθ. του ουσ. [[χρόνος]]) [[ατέλειωτος]], [[αιώνιος]]<br /><b>8.</b> <i>Αιώνες</i><br />όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονταν διάφορα θεϊκά όντα ή πνεύματα που εξουσίαζαν τους ανθρώπους<br /><b>9.</b> ο [[νωτιαίος]] [[μυελός]] (ως [[έδρα]] της ζωής)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «αἰὼν Αἰακιδάν», περίφρ. [[αντί]] <i>Αἰακίδες</i><br />«δι' αἰῶνος», αιωνίως<br />«εἰς πάντας τοὺς αἰώνας» και «τὸν δι' αἰῶνος χρόνον», για [[πάντα]]<br />«εἰς τὸν αἰῶνα», [[ποτέ]] πια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αἰών]] εμφανίζει ιδιαίτερο γλωσσικό [[ενδιαφέρον]] λόγω της ετυμολογικής προελεύσεως και τών ομορρίζων της στην Ελληνική και σε άλλες ΙΕ γλώσσες [[καθώς]] και λόγω της σημασιολογικής της εξελίξεως. Η λ. προήλθε από αρχ. τ. <i>aἰF</i>-<i>ών</i>, έρρινο θεματ. τ. από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>aiw</i>-. Αρχ. σημ. της ρίζας ήταν «η ζωτική [[δύναμη]]» που διατηρήθηκε στο αρχ. ινδ. <i>ā</i><i>yu</i>- και στη λ. [[αἰών]], όπως φαίνεται από τη [[συνεκφορά]] της με τη λ. <i>ψυχὴ</i> στον Όμηρο (Π 453 «[[αὐτάρ]] [[ἐπεὶ]] δὴ τον γε λίπῃ [[ψυχή]] τε καὶ [[αἰών]]», [[αφού]] του λείψουν η [[ψυχή]] και της ζωής η [[δύναμη]]), [[λέξη]] που πιθ. επέδρασε αναλογικά στη λ. <i>αἰὼν</i> προσδίδοντας της και θηλ. [[γένος]] (η [[αἰών]]). Εν συνεχεία η λ. σήμανε «τη ζωή» γενικότερα και την [[έδρα]] της ζωής, όπως πίστευαν, «τον νωτιαίο μυελό». Αργότερα δήλωσε «τη [[διάρκεια]] της ζωής» και «τη [[διάρκεια]]» γενικότερα, για να σημάνει τελικά στη φιλοσοφική [[κυρίως]] [[γλώσσα]] «την [[αιωνιότητα]]». Με ειδικότερο προσδιορισμό του μήκους της διαρκείας, η λ. σήμανε στην αρχαία «τη [[γενεά]]», στον μεσαίωνα τη [[χιλιετία]] ([[διάρκεια]] χιλίων ετών) και στους [[μετέπειτα]] χρόνους «τον αιώνα» ([[διάρκεια]] [[εκατό]] ετών). Η [[ίδια]] [[ρίζα]] (<i>aiw</i>-) έδωσε [[λαβή]] στη [[δημιουργία]] πλήθους λεξιλογικών στοιχείων και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, από τα οποία αναφέρουμε ενδεικτικά τα λατ. <i>aevum</i> (ό,τι το ελλην. [[αἰών]]), <i>aetas</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>aevitas</i>) «[[ηλικία]]» και <i>aeternus</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>aeviternus</i>) «[[αιώνιος]]», απ' όπου τα γαλλ. <i>age</i> «[[ηλικία]]» (από το λατ. <i>aetaticum</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>aetas</i>), <i>medi</i>-<i>eval</i> «[[μεσαιωνικός]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>medium aevum</i>), <i>longevite</i> «[[μακροβιότητα]]» (μεταγ. λατ. <i>longaevitas aevum</i>), <i>eternel</i> «[[αιώνιος]]» (<span style="color: red;"><</span> χριστ. λατ. <i>aeternalis</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>aeternus</i>)<br />τα αρχ. γερμ. <i>aiw</i> «[[πάντοτε]]» και <i>nie</i>... <i>aiw</i> «[[ποτέ]]», απ' όπου τα αγγλ. <i>ever</i> «[[πάντοτε]]», γερμ. <i>ewig</i> «[[παντοτινός]], [[αιώνιος]]», γερμ. <i>nie</i> «[[ποτέ]]» κ.ά. Από έρρινη [[επίσης]] [[μορφή]] θέματος προήλθε το επίρρ. <i>αἰὲν</i>, πρβλ. και <i>ἀεί</i>), ενώ από ένσιγμη [[μορφή]] θέματος παράγεται ο τ. <i>αἰῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>aiFόσa</i> >. Πιθ. [[ακόμη]] από μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>aiw</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>∂</i><sub>2 </sub><i>ei</i>-<i>w</i>-), από [[ρίζα]] <i>y</i>-<i>uw</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>∂</i><sub>2</sub><i>y</i>-<i>eu</i>-) να προέρχονται τα αρχ. περσ. <i>yav</i><i>ā</i><i>i</i> «για [[πάντα]], [[παντοτινά]]», ινδ.-ιραν. <i>guvan</i>- και λατ. <i>iuvenis</i> «[[νέος]], νεαράς ηλικίας», που θα σήμαιναν αρχικά «τη ζωτική [[δύναμη]] της νεότητας». Βλ. και ετυμολ. του <i>ἀεί</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιώνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αἰωνιαῖος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[αἰωνίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αιωνόβιος]], [[μακραίων]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσαίων]], <i>εὐταίων</i>, [[αἰωνοχαρής]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>αἰωνοθαλής</i>, [[αἰωνοτόκος]]. | ||
}} | }} |