Anonymous

υφαίρεση: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ">" to ">"
(44)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑφαίρεσις]], -έσεως, ΝΜΑ [<i>ὑφαιρῶ</i>)<br /><b>1.</b> [[λαθραία]] [[αφαίρεση]] αντικειμένου, [[λαθροχειρία]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[αποβολή]] φθόγγου από το [[μέσον]] λέξης, λ.χ. [[σκόροδον]] &GT; [[σκόρδο]](<i>ν</i>), [[περιβόλι]] &GT; [[περβόλι]] κ.ά.<br /><b>3.</b> [[απόσπαση]] ενός επιμέρους τμήματος από το [[σύνολο]] στο οποίο ανήκει, [[αφαίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> αριθμητική [[πράξη]] που συνίσταται στην [[εύρεση]] του υπολειπόμενου τόκου με σκοπό την έκπτωσή του από το συνολικό [[ποσό]] [[κατά]] την [[εξόφληση]] συναλλαγματικής [[πριν]] από τη [[λήξη]] της<br /><b>2.</b> <b>(οικον.)</b> [[διαδικασία]] υπολογισμού της σημερινής αξίας ενός χρηματικού ποσού το οποίο θα εισπραχθεί στο [[μέλλον]]<br /><b>3.</b> (ποιν. δίκ.) [[κλοπή]] ή [[υπεξαίρεση]] η οποία τελείται εις [[βάρος]] προσώπων τα οποία συνδέονται με μια ιδιαίτερη [[σχέση]], οικογενειακή ή [[άλλη]], με τον δράστη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέλος]] του σώματος και [[κυρίως]] στην [[πάλη]]) [[απόσπαση]] από την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] («ἰγνυῶν [[ὑφαίρεσις]]», Σχόλ. Ιλ)<br /><b>2.</b> (για [[μέγεθος]]) [[μείωση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑφαίρεσιν ποιοῡμαι» — [[αναλαμβάνω]] την [[τροποποίηση]] ή τη [[μετρίαση]] ενός πράγματος (<b>Πολ.</b>).
|mltxt=η / [[ὑφαίρεσις]], -έσεως, ΝΜΑ [<i>ὑφαιρῶ</i>)<br /><b>1.</b> [[λαθραία]] [[αφαίρεση]] αντικειμένου, [[λαθροχειρία]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[αποβολή]] φθόγγου από το [[μέσον]] λέξης, λ.χ. [[σκόροδον]] > [[σκόρδο]](<i>ν</i>), [[περιβόλι]] > [[περβόλι]] κ.ά.<br /><b>3.</b> [[απόσπαση]] ενός επιμέρους τμήματος από το [[σύνολο]] στο οποίο ανήκει, [[αφαίρεση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> αριθμητική [[πράξη]] που συνίσταται στην [[εύρεση]] του υπολειπόμενου τόκου με σκοπό την έκπτωσή του από το συνολικό [[ποσό]] [[κατά]] την [[εξόφληση]] συναλλαγματικής [[πριν]] από τη [[λήξη]] της<br /><b>2.</b> <b>(οικον.)</b> [[διαδικασία]] υπολογισμού της σημερινής αξίας ενός χρηματικού ποσού το οποίο θα εισπραχθεί στο [[μέλλον]]<br /><b>3.</b> (ποιν. δίκ.) [[κλοπή]] ή [[υπεξαίρεση]] η οποία τελείται εις [[βάρος]] προσώπων τα οποία συνδέονται με μια ιδιαίτερη [[σχέση]], οικογενειακή ή [[άλλη]], με τον δράστη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέλος]] του σώματος και [[κυρίως]] στην [[πάλη]]) [[απόσπαση]] από την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] («ἰγνυῶν [[ὑφαίρεσις]]», Σχόλ. Ιλ)<br /><b>2.</b> (για [[μέγεθος]]) [[μείωση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑφαίρεσιν ποιοῡμαι» — [[αναλαμβάνω]] την [[τροποποίηση]] ή τη [[μετρίαση]] ενός πράγματος (<b>Πολ.</b>).
}}
}}