υφαίρεση

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

η / ὑφαίρεσις, -έσεως, ΝΜΑ [ὑφαιρῶ)
1. λαθραία αφαίρεση αντικειμένου, λαθροχειρία
2. γραμμ. αποβολή φθόγγου από το μέσον λέξης, λ.χ. σκόροδον > σκόρδο(ν), περιβόλι > περβόλι κ.ά.
3. απόσπαση ενός επιμέρους τμήματος από το σύνολο στο οποίο ανήκει, αφαίρεση
νεοελλ.
1. μαθημ. αριθμητική πράξη που συνίσταται στην εύρεση του υπολειπόμενου τόκου με σκοπό την έκπτωσή του από το συνολικό ποσό κατά την εξόφληση συναλλαγματικής πριν από τη λήξη της
2. (οικον.) διαδικασία υπολογισμού της σημερινής αξίας ενός χρηματικού ποσού το οποίο θα εισπραχθεί στο μέλλον
3. (ποιν. δίκ.) κλοπή ή υπεξαίρεση η οποία τελείται εις βάρος προσώπων τα οποία συνδέονται με μια ιδιαίτερη σχέση, οικογενειακή ή άλλη, με τον δράστη
αρχ.
1. (για μέλος του σώματος και κυρίως στην πάλη) απόσπαση από την κάτω επιφάνεια («ἰγνυῶν ὑφαίρεσις», Σχόλ. Ιλ)
2. (για μέγεθος) μείωση
3. φρ. «ὑφαίρεσιν ποιοῦμαι» — αναλαμβάνω την τροποποίηση ή τη μετρίαση ενός πράγματος (Πολ.).