Anonymous

υἱός: Difference between revisions

From LSJ
6 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
(1b)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[υἱός]], ΝΜΑ, και [[άχρηστος]] τ. [[υἱεύς]], και βοιωτ. τ. [[ὑειός]], και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>)<br /><b>1.</b> το [[αρσενικό]] [[παιδί]], ο [[γιος]] (α. «[[θετός]] [[υιός]]» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>εκκλ.</b> «ο [[υιός]] του ανθρώπου» — ο Ιησούς [[Χριστός]] (ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[άσωτος]] [[υιός]]»<br />(από την ευαγγελική [[παραβολή]]) [[γιος]] που σπατάλησε αλόγιστα όλη την πατρική [[περιουσία]] ζώντας έκλυτη ζωή<br />β) «[[νόθος]] [[υιός]]» — [[γιος]] που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(σπάν.)</b> [[γέννημα]] ζώου («ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>η κλητ.</b> <i>υἱέ</i><br />[[προσφώνηση]] συγγραφέα σε αναγνώστη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «υἱοὶ τῶν Ἀχαιῶν» — οι Αχαιοί (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «υἱὸς εἰρήνης» — ο Ιησούς [[Χριστός]]<br />γ) «υἱοὶ ἀνθρώπων» και «υἱοὶ θεοῡ» — οι άνθρωποι (ΚΔ)<br />δ) «δάμου [[υἱός]]» και «υἱὸς πόλεως» και «υἱὸς Ἑλλάδος» — τιμητικοί τίτλοι <b>επιγρ.</b><br />ε) «Θεοῡ [[υἱός]]»<br />(στους Ρωμαίους) πατρωνυμικό του Αυγούστου <b>πάπ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[υἱός]] και [[μάλιστα]] η αρχική της [[μορφή]] που μαρτυρείται στη δωρική διάλ. <i>υἱύς</i>, ανάγεται στην ΙΕ ρηματική [[ρίζα]] <i>s</i><i>ū</i>- «[[γεννώ]], [[φέρνω]] στον κόσμο» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. sūte «[[φέρνω]] στον κόσμο» και <i>suta</i> «[[γιος]], αυτός που έχει έλθει στον κόσμο», αρχ. ιρλδ. <i>suth</i> «[[γέννηση]]»). Οι τ. με σημ. «[[γιος]]» στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έχουν σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>s</i><i>ū</i>- [[είτε]] με [[επίθημα]] -<i>yu</i>- (<b>πρβλ.</b> ελλ. <i>υἱύς</i>, τοχαρ. Β' soy, τοχαρ. Α' <i>se</i>, <i>seyo</i>) [[είτε]] με έρρινο [[επίθημα]] -<i>nu</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ū</i><i>nuh</i>, αβεστ. <i>hunuš</i>, λιθουαν. <i>s</i><i>ū</i><i>nus</i>, αρχ. σλαβ. <i>synŭ</i>, γοτθ. <i>sunus</i>, αγγλοσαξ. <i>sunu</i> απ' όπου τα αγγλ. <i>sun</i>, γερμ. <i>Sohn</i>). Η Λατινική και η Κελτική, [[ωστόσο]], δεν μαρτυρούν τ. σχετικούς με τους προηγούμενους: αρχ. ιρλδ. <i>macc</i>, λατ. <i>filius</i> (από όπου τα γαλλ. <i>fils</i>, ιταλ. <i>figlio</i>), ενώ σε άλλες γλώσσες μαρτυρούνται και τ. συνώνυμοι από [[άλλη]] [[ρίζα]]: αρχ. ινδ. <i>putrah</i>, αβεστ. <i>puθrό</i> (<b>βλ. λ.</b> [[παῖς]]). Το όνομα [[υἱός]] είχε αρχικά [[θέμα]] με βραχύ -<i>υ</i>-: κρητ. <i>υἱύς</i>, αττ. <i>ὑύς</i> και με [[συναίρεση]] <i>ὕς</i>. Οι αρχικοί τ. της αιτ. του ενικού <i>ὑιύν</i> και του πληθ. <i>ὑιύνς</i> μαρτυρούνται [[επίσης]] στην κρητική διάλ. Στον Όμηρο έχουμε γεν. ενικού <i>υἷος</i>, δοτ. <i>υἷι</i> (με βαρυτονία πιθ. λόγω αιολικής προέλευσης τών τ.) και γεν. πληθ. <i>υἱῶν</i>. Κατ' [[αναλογία]], [[επίσης]], [[προς]] τα συμφωνόληκτα, σχηματίστηκαν αιτ. ενικού <i>υἷα</i> και πληθ. <i>υἷας</i>. Η δοτ. πληθ. [[υἱάσι]] και ως [[προς]] τον φωνηεντισμό -<i>α</i>- και ως [[προς]] τον τονισμό ερμηνεύεται κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>πατράσι</i>. Είναι πιθανόν, [[ωστόσο]], ότι μερικές πτώσεις διέθεταν και προκαταληκτικό φωνηεντισμό -<i>ε</i>-: ονομ. πληθ. <i>υἱέες</i> / <i>υἱεῖς</i>. Το [[φωνήεν]] -<i>ε</i>-, [[μάλιστα]], φαίνεται ότι επεκτάθηκε και [[έτσι]] έχουμε: γεν. εν. <i>υἱέος</i>, δοτ. εν. <i>υἵεϊ</i> / <i>υἱεῖ</i>, αιτ. εν. <i>υἱέα</i> και αιτ. πληθ. <i>υἱέας</i> (αττ. <i>υἱεῖς</i> [[κατά]] το <i>πήχεις</i>), δοτ. πληθ. <i>υἱέσι</i>. Τελικά, η λ. προσχώρησε στη θεματική [[κλίση]] με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- ([[υἱός]], <i>υἱοῦ</i>, <i>υἱῷ</i>, [[υἱόν]], <i>υἱοί</i>, <i>υἱῶν</i>, <i>υἱοῖς</i>, <i>υἱούς</i>) ήδη από τον Όμηρο, ενώ τόσο το [[θέμα]] σε -<i>ε</i>- όσο και το [[θέμα]] σε -<i>ο</i>- φαίνεται ότι σχηματίστηκαν για να αποφευχθεί η διαδοχική [[παρουσία]] τών δύο -<i>υ</i>-. Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], χρησιμοποιείται η λ. [[γιος]] ([[υιός]]&GT; [[υγιός]]&GT; [[γιος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[υιικός]], [[υιότητα]] (-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ὑιάφιον</i>, [[ὑΐδιον]], [[υἱδοῦς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>υἱῶ</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>υἱοῦμαι</i>, [[υἱωνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[υιοθεσία]], [[υιοκτόνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υἱαρχία]], [[υἱόθρεπτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>υἱοπάτωρ</i>, <i>υἱοποιοῦμαι</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>υἱοποιός</i>, <i>υἱοπρεπής</i>, [[υἱοτοκία]]<br />(Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[ακριβογιός]], [[καλογιός]], [[μοναχογιός]], [[παραγιός]], [[ψυχογιός]]].
|mltxt=ο / [[υἱός]], ΝΜΑ, και [[άχρηστος]] τ. [[υἱεύς]], και βοιωτ. τ. [[ὑειός]], και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>)<br /><b>1.</b> το [[αρσενικό]] [[παιδί]], ο [[γιος]] (α. «[[θετός]] [[υιός]]» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) <b>εκκλ.</b> «ο [[υιός]] του ανθρώπου» — ο Ιησούς [[Χριστός]] (ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[άσωτος]] [[υιός]]»<br />(από την ευαγγελική [[παραβολή]]) [[γιος]] που σπατάλησε αλόγιστα όλη την πατρική [[περιουσία]] ζώντας έκλυτη ζωή<br />β) «[[νόθος]] [[υιός]]» — [[γιος]] που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(σπάν.)</b> [[γέννημα]] ζώου («ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>η κλητ.</b> <i>υἱέ</i><br />[[προσφώνηση]] συγγραφέα σε αναγνώστη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «υἱοὶ τῶν Ἀχαιῶν» — οι Αχαιοί (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «υἱὸς εἰρήνης» — ο Ιησούς [[Χριστός]]<br />γ) «υἱοὶ ἀνθρώπων» και «υἱοὶ θεοῡ» — οι άνθρωποι (ΚΔ)<br />δ) «δάμου [[υἱός]]» και «υἱὸς πόλεως» και «υἱὸς Ἑλλάδος» — τιμητικοί τίτλοι <b>επιγρ.</b><br />ε) «Θεοῡ [[υἱός]]»<br />(στους Ρωμαίους) πατρωνυμικό του Αυγούστου <b>πάπ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[υἱός]] και [[μάλιστα]] η αρχική της [[μορφή]] που μαρτυρείται στη δωρική διάλ. <i>υἱύς</i>, ανάγεται στην ΙΕ ρηματική [[ρίζα]] <i>s</i><i>ū</i>- «[[γεννώ]], [[φέρνω]] στον κόσμο» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. sūte «[[φέρνω]] στον κόσμο» και <i>suta</i> «[[γιος]], αυτός που έχει έλθει στον κόσμο», αρχ. ιρλδ. <i>suth</i> «[[γέννηση]]»). Οι τ. με σημ. «[[γιος]]» στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έχουν σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>s</i><i>ū</i>- [[είτε]] με [[επίθημα]] -<i>yu</i>- (<b>πρβλ.</b> ελλ. <i>υἱύς</i>, τοχαρ. Β' soy, τοχαρ. Α' <i>se</i>, <i>seyo</i>) [[είτε]] με έρρινο [[επίθημα]] -<i>nu</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ū</i><i>nuh</i>, αβεστ. <i>hunuš</i>, λιθουαν. <i>s</i><i>ū</i><i>nus</i>, αρχ. σλαβ. <i>synŭ</i>, γοτθ. <i>sunus</i>, αγγλοσαξ. <i>sunu</i> απ' όπου τα αγγλ. <i>sun</i>, γερμ. <i>Sohn</i>). Η Λατινική και η Κελτική, [[ωστόσο]], δεν μαρτυρούν τ. σχετικούς με τους προηγούμενους: αρχ. ιρλδ. <i>macc</i>, λατ. <i>filius</i> (από όπου τα γαλλ. <i>fils</i>, ιταλ. <i>figlio</i>), ενώ σε άλλες γλώσσες μαρτυρούνται και τ. συνώνυμοι από [[άλλη]] [[ρίζα]]: αρχ. ινδ. <i>putrah</i>, αβεστ. <i>puθrό</i> (<b>βλ. λ.</b> [[παῖς]]). Το όνομα [[υἱός]] είχε αρχικά [[θέμα]] με βραχύ -<i>υ</i>-: κρητ. <i>υἱύς</i>, αττ. <i>ὑύς</i> και με [[συναίρεση]] <i>ὕς</i>. Οι αρχικοί τ. της αιτ. του ενικού <i>ὑιύν</i> και του πληθ. <i>ὑιύνς</i> μαρτυρούνται [[επίσης]] στην κρητική διάλ. Στον Όμηρο έχουμε γεν. ενικού <i>υἷος</i>, δοτ. <i>υἷι</i> (με βαρυτονία πιθ. λόγω αιολικής προέλευσης τών τ.) και γεν. πληθ. <i>υἱῶν</i>. Κατ' [[αναλογία]], [[επίσης]], [[προς]] τα συμφωνόληκτα, σχηματίστηκαν αιτ. ενικού <i>υἷα</i> και πληθ. <i>υἷας</i>. Η δοτ. πληθ. [[υἱάσι]] και ως [[προς]] τον φωνηεντισμό -<i>α</i>- και ως [[προς]] τον τονισμό ερμηνεύεται κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>πατράσι</i>. Είναι πιθανόν, [[ωστόσο]], ότι μερικές πτώσεις διέθεταν και προκαταληκτικό φωνηεντισμό -<i>ε</i>-: ονομ. πληθ. <i>υἱέες</i> / <i>υἱεῖς</i>. Το [[φωνήεν]] -<i>ε</i>-, [[μάλιστα]], φαίνεται ότι επεκτάθηκε και [[έτσι]] έχουμε: γεν. εν. <i>υἱέος</i>, δοτ. εν. <i>υἵεϊ</i> / <i>υἱεῖ</i>, αιτ. εν. <i>υἱέα</i> και αιτ. πληθ. <i>υἱέας</i> (αττ. <i>υἱεῖς</i> [[κατά]] το <i>πήχεις</i>), δοτ. πληθ. <i>υἱέσι</i>. Τελικά, η λ. προσχώρησε στη θεματική [[κλίση]] με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- ([[υἱός]], <i>υἱοῦ</i>, <i>υἱῷ</i>, [[υἱόν]], <i>υἱοί</i>, <i>υἱῶν</i>, <i>υἱοῖς</i>, <i>υἱούς</i>) ήδη από τον Όμηρο, ενώ τόσο το [[θέμα]] σε -<i>ε</i>- όσο και το [[θέμα]] σε -<i>ο</i>- φαίνεται ότι σχηματίστηκαν για να αποφευχθεί η διαδοχική [[παρουσία]] τών δύο -<i>υ</i>-. Στη Νέα Ελληνική, [[τέλος]], χρησιμοποιείται η λ. [[γιος]] ([[υιός]]> [[υγιός]]> [[γιος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[υιικός]], [[υιότητα]] (-<i>ης</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ὑιάφιον</i>, [[ὑΐδιον]], [[υἱδοῦς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>υἱῶ</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>υἱοῦμαι</i>, [[υἱωνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) [[υιοθεσία]], [[υιοκτόνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υἱαρχία]], [[υἱόθρεπτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>υἱοπάτωρ</i>, <i>υἱοποιοῦμαι</i><br /><b>μσν.</b><br /><i>υἱοποιός</i>, <i>υἱοπρεπής</i>, [[υἱοτοκία]]<br />(Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[ακριβογιός]], [[καλογιός]], [[μοναχογιός]], [[παραγιός]], [[ψυχογιός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm