Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμολγός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - ">" to ">"
(1a)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμολγός]], ο (Α)<br /><b>νεοελλ.</b><br />νυχτερινό [[άρμεγμα]] (Παπαδιαμ. Γ 339)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στον Όμηρο [[πάντοτε]] στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη [[μέση]], στην [[καρδιά]] της νύχτας<br />λέγεται [[επίσης]] για το [[λυκαυγές]], όταν φαίνεται η [[Αφροδίτη]], ή για το [[λυκόφως]], όταν ανατέλλει το [[φθινόπωρο]] ο [[Σείριος]]<br /><b>2.</b> (στον Ευριπίδη και ως επίθ.) «νὺξ [[ἀμολγός]]», ζοφερή, σκοτεινή [[νύχτα]]<br /><b>3.</b> [[κατά]] το <i>Ετυμολογικόν Μέγα</i>, και το [[σκεύος]] [[μέσα]] στο οποίο αρμέγουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ. αβέβαιης σημασίας και ετυμολογίας. Απαντά σε Όμηρο, Αισχύλο, Ευριπίδη και στους Ορφικούς ύμνους. Η [[άποψη]] ότι δηλώνει αποκλειστικά την ώρα [[εκείνη]] της νύχτας [[κατά]] την οποία αρμέγουν τα ζώα (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμέλγω]] «[[αρμέγω]]») δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Κατά τον Ησύχιο η λ. στη [[φράση]] του Ευριπίδη «[[νύκτα]] ἀμολγὸν» σημαίνει «[[νύκτα]] ζοφερή, σκοτεινή». Επίσης ο <b>Ευστ.</b> αναφέρει ότι η λ. [[είναι]] αχαϊκή σημαίνουσα την [[ακμή]]. Αυτό οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η [[φράση]] «νυκτὸς ἀμολγὸν» (Αισχύλος) σημαίνει την [[ακμή]] ή το σκοτεινότατο [[μέρος]] της νύχτας. Στην αρχική [[έννοια]] της [[ακμής]] εν σχέσει [[προς]] το [[σκοτάδι]] οφείλεται και η [[σημασία]] του ομηρικού [[ἀμολγός]] «βαθύ, πυκνό νυχτερινό [[σκοτάδι]]». Επίσης η [[έννοια]] της [[ακμής]] από το ότι η λ. <i>ἀμολγὸς</i> συνδέεται με τη [[στιγμή]] του αρμέγματος, [[οπότε]] οι μαστοί του ζώου [[είναι]] γεμάτοι από [[γάλα]], θα μπορούσε να οδηγήσει και στην [[έννοια]] της αφθονίας. Πιθανότερη [[πάντως]] θεωρείται η [[σημασία]] «βραδινό [[άρμεγμα]]» ή «[[άρμεγμα]] [[κατά]] την ώρα που πέφτει το [[σκοτάδι]]». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τ. <i>ἀμολγὸς</i> συνδέεται [[προς]] τα νεοελλ. [[μούργος]], <i>μουργός</i> (ή <i>μουργκός</i>) «[[σκοτεινός]], [[σκούρος]]», <i>μούργι</i> «[[σκοτάδι]] της νύχτας», <i>μουργίζει</i> (και <i>μουργκίζει</i> &GT; <i>μούργκισμα</i>), <i>μουργώνει</i> και <i>μουργιάζει</i> (&GT; <i>μούργιασμα</i>) «πέφτει το [[σκοτάδι]]». Κατά τον Κουρμούλη, η [[ερμηνεία]] τών νεοελλ. τύπων έχει άμεση [[σχέση]] με την [[παρατήρηση]] ότι στον Ησύχιο [[μεταξύ]] του Ομηρικού <i>ἀμολγὸς</i> και του νεοελλ. <i>μουργός</i> παρεμβάλλεται τ. <i>μοργός</i> και σημαίνει «[[μαύρος]]» συμπίπτοντας [[έτσι]] σημασιολογικά με το [[ἀμολγός]]. Μάλιστα ο τ. <i>μοργός</i> φαίνεται να [[είναι]] και ο αρχαιότερος, [[καθώς]] συνδέεται με το βορειογερμ. <i>myrk</i>-<i>r</i>. παλ. σαξων. <i>mirki</i> «[[σκοτεινός]]». Η Νεοελληνική διέσωσε τη λ. με όλες τις παραδεδομένες σημασίες της. Πρβλ. <i>αλμεγός</i>, [[αμουργός]], [[αρμεγός]], που σημαίνουν την ώρα του αρμέγματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμολγάδες]] (<i>βόες</i>), [[ἀμολγάζει]], <i>ἀμολγαίη</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀμολγαῖος]].
|mltxt=[[ἀμολγός]], ο (Α)<br /><b>νεοελλ.</b><br />νυχτερινό [[άρμεγμα]] (Παπαδιαμ. Γ 339)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στον Όμηρο [[πάντοτε]] στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη [[μέση]], στην [[καρδιά]] της νύχτας<br />λέγεται [[επίσης]] για το [[λυκαυγές]], όταν φαίνεται η [[Αφροδίτη]], ή για το [[λυκόφως]], όταν ανατέλλει το [[φθινόπωρο]] ο [[Σείριος]]<br /><b>2.</b> (στον Ευριπίδη και ως επίθ.) «νὺξ [[ἀμολγός]]», ζοφερή, σκοτεινή [[νύχτα]]<br /><b>3.</b> [[κατά]] το <i>Ετυμολογικόν Μέγα</i>, και το [[σκεύος]] [[μέσα]] στο οποίο αρμέγουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ. αβέβαιης σημασίας και ετυμολογίας. Απαντά σε Όμηρο, Αισχύλο, Ευριπίδη και στους Ορφικούς ύμνους. Η [[άποψη]] ότι δηλώνει αποκλειστικά την ώρα [[εκείνη]] της νύχτας [[κατά]] την οποία αρμέγουν τα ζώα (<span style="color: red;"><</span> [[ἀμέλγω]] «[[αρμέγω]]») δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Κατά τον Ησύχιο η λ. στη [[φράση]] του Ευριπίδη «[[νύκτα]] ἀμολγὸν» σημαίνει «[[νύκτα]] ζοφερή, σκοτεινή». Επίσης ο <b>Ευστ.</b> αναφέρει ότι η λ. [[είναι]] αχαϊκή σημαίνουσα την [[ακμή]]. Αυτό οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η [[φράση]] «νυκτὸς ἀμολγὸν» (Αισχύλος) σημαίνει την [[ακμή]] ή το σκοτεινότατο [[μέρος]] της νύχτας. Στην αρχική [[έννοια]] της [[ακμής]] εν σχέσει [[προς]] το [[σκοτάδι]] οφείλεται και η [[σημασία]] του ομηρικού [[ἀμολγός]] «βαθύ, πυκνό νυχτερινό [[σκοτάδι]]». Επίσης η [[έννοια]] της [[ακμής]] από το ότι η λ. <i>ἀμολγὸς</i> συνδέεται με τη [[στιγμή]] του αρμέγματος, [[οπότε]] οι μαστοί του ζώου [[είναι]] γεμάτοι από [[γάλα]], θα μπορούσε να οδηγήσει και στην [[έννοια]] της αφθονίας. Πιθανότερη [[πάντως]] θεωρείται η [[σημασία]] «βραδινό [[άρμεγμα]]» ή «[[άρμεγμα]] [[κατά]] την ώρα που πέφτει το [[σκοτάδι]]». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τ. <i>ἀμολγὸς</i> συνδέεται [[προς]] τα νεοελλ. [[μούργος]], <i>μουργός</i> (ή <i>μουργκός</i>) «[[σκοτεινός]], [[σκούρος]]», <i>μούργι</i> «[[σκοτάδι]] της νύχτας», <i>μουργίζει</i> (και <i>μουργκίζει</i> > <i>μούργκισμα</i>), <i>μουργώνει</i> και <i>μουργιάζει</i> (> <i>μούργιασμα</i>) «πέφτει το [[σκοτάδι]]». Κατά τον Κουρμούλη, η [[ερμηνεία]] τών νεοελλ. τύπων έχει άμεση [[σχέση]] με την [[παρατήρηση]] ότι στον Ησύχιο [[μεταξύ]] του Ομηρικού <i>ἀμολγὸς</i> και του νεοελλ. <i>μουργός</i> παρεμβάλλεται τ. <i>μοργός</i> και σημαίνει «[[μαύρος]]» συμπίπτοντας [[έτσι]] σημασιολογικά με το [[ἀμολγός]]. Μάλιστα ο τ. <i>μοργός</i> φαίνεται να [[είναι]] και ο αρχαιότερος, [[καθώς]] συνδέεται με το βορειογερμ. <i>myrk</i>-<i>r</i>. παλ. σαξων. <i>mirki</i> «[[σκοτεινός]]». Η Νεοελληνική διέσωσε τη λ. με όλες τις παραδεδομένες σημασίες της. Πρβλ. <i>αλμεγός</i>, [[αμουργός]], [[αρμεγός]], που σημαίνουν την ώρα του αρμέγματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμολγάδες]] (<i>βόες</i>), [[ἀμολγάζει]], <i>ἀμολγαίη</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀμολγαῖος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm