3,277,121
edits
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἁμὸς και ἀμός, -ή, -όν και αιολ. [[ἄμμος]], -η, -ον [[αντί]] του [[ἡμέτερος]] και [[συχνά]] [[αντί]] του [[ἐμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βραχύτερος τ. [[αντί]] [[ημέτερος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὑμὸς</i> [[αντί]] [[ὑμέτερος]], <i>σφὸς</i> [[αντί]] [[σφέτερος]]). Στον Όμηρο [[αντί]] του <i>ἁμὸς</i> χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη [[μορφή]] του (το [[ἡμέτερος]]). Η [[χρήση]] του, που επεκτείνεται και στο α΄ ενικό [[πρόσωπο]], γενικεύεται στον Πίνδαρο και στους τραγικούς. Στην Ομηρική [[παράδοση]] και τη λοιπή αρχαία [[γραμματεία]] ο τ. <i>ἁμὸς</i> εθεωρούνταν [[κυρίως]] [[δωρικός]], [[παρά]] τη στενότερη [[σχέση]] του με τις αιολ. προσ. αντων. [[ἄμμι]](<i>ν</i>), <i>ἄμμε</i>. Το <i>ἁμὸς</i> [[πάντως]] ήδη στον Όμηρο έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προσ. αντων. της Αιολικής ως [[προς]] το διπλό <i>μ</i>, το δασύ [[πνεύμα]] και τον τονισμό. Εντούτοις η [[παρουσία]] -<i>μ</i>- [[αντί]] -<i>μμ</i>- δεν [[είναι]] ασυνήθιστη, αν ληφθεί υπ' όψιν το <i>ὑμὸς</i> που [[επίσης]] έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προσ. αντων. [[ὔμμι]](<i>ν</i>), [[ὔμμε]]. Ακόμη η [[παρατήρηση]] ότι ήδη στην [[αρχαιότητα]] το <i>ἁμὸς</i> εθεωρούνταν δευτερεύων τ. του <i>ἐμὸς</i> (οι τραγικοί το χρησιμοποιούσαν [[αντί]] του [[ἐμός]], ενώ ο <b>Ευστ.</b> αναφέρει ότι [[συχνά]] το <i>ἁμὸς</i> αντικατέστησε το <i>ἐμὸς</i> [[χάριν]] του μέτρου) ερμηνεύει την αναλογικά [[προς]] το <i>ἐμὸς</i> [[γραφή]] του. Όσον αφορά στο [[πνεύμα]] της λ. στη χειρόγραφη [[παράδοση]] του Ομηρου παραδίδονται γραφές και με τα δύο πνεύματα. Στους τραγικούς και στον Πίνδαρο η λ. δασύνεται. Η [[ψίλωση]] του τ. δυνατόν να οφείλεται και στη [[χρήση]] του [[αντί]] του [[ἐμός]]. Ο [[τονισμός]] στη [[λήγουσα]] (<i>ἁμὸς</i> [[αντί]] <i>ἄμος</i>) [[είναι]] πιθ. αναλογικός [[κατά]] τα [[ἐμός]], <i>σός</i>, [[σφός]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ὑμός]]). Ο τ. <i>ἁμὸς</i> ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>ns</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρ. <i>nĕs</i>-) <i>ns</i> -<i>sme</i> | |mltxt=<b>(I)</b><br />ἁμὸς και ἀμός, -ή, -όν και αιολ. [[ἄμμος]], -η, -ον [[αντί]] του [[ἡμέτερος]] και [[συχνά]] [[αντί]] του [[ἐμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βραχύτερος τ. [[αντί]] [[ημέτερος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὑμὸς</i> [[αντί]] [[ὑμέτερος]], <i>σφὸς</i> [[αντί]] [[σφέτερος]]). Στον Όμηρο [[αντί]] του <i>ἁμὸς</i> χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη [[μορφή]] του (το [[ἡμέτερος]]). Η [[χρήση]] του, που επεκτείνεται και στο α΄ ενικό [[πρόσωπο]], γενικεύεται στον Πίνδαρο και στους τραγικούς. Στην Ομηρική [[παράδοση]] και τη λοιπή αρχαία [[γραμματεία]] ο τ. <i>ἁμὸς</i> εθεωρούνταν [[κυρίως]] [[δωρικός]], [[παρά]] τη στενότερη [[σχέση]] του με τις αιολ. προσ. αντων. [[ἄμμι]](<i>ν</i>), <i>ἄμμε</i>. Το <i>ἁμὸς</i> [[πάντως]] ήδη στον Όμηρο έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προσ. αντων. της Αιολικής ως [[προς]] το διπλό <i>μ</i>, το δασύ [[πνεύμα]] και τον τονισμό. Εντούτοις η [[παρουσία]] -<i>μ</i>- [[αντί]] -<i>μμ</i>- δεν [[είναι]] ασυνήθιστη, αν ληφθεί υπ' όψιν το <i>ὑμὸς</i> που [[επίσης]] έρχεται σε [[αντίθεση]] με τις προσ. αντων. [[ὔμμι]](<i>ν</i>), [[ὔμμε]]. Ακόμη η [[παρατήρηση]] ότι ήδη στην [[αρχαιότητα]] το <i>ἁμὸς</i> εθεωρούνταν δευτερεύων τ. του <i>ἐμὸς</i> (οι τραγικοί το χρησιμοποιούσαν [[αντί]] του [[ἐμός]], ενώ ο <b>Ευστ.</b> αναφέρει ότι [[συχνά]] το <i>ἁμὸς</i> αντικατέστησε το <i>ἐμὸς</i> [[χάριν]] του μέτρου) ερμηνεύει την αναλογικά [[προς]] το <i>ἐμὸς</i> [[γραφή]] του. Όσον αφορά στο [[πνεύμα]] της λ. στη χειρόγραφη [[παράδοση]] του Ομηρου παραδίδονται γραφές και με τα δύο πνεύματα. Στους τραγικούς και στον Πίνδαρο η λ. δασύνεται. Η [[ψίλωση]] του τ. δυνατόν να οφείλεται και στη [[χρήση]] του [[αντί]] του [[ἐμός]]. Ο [[τονισμός]] στη [[λήγουσα]] (<i>ἁμὸς</i> [[αντί]] <i>ἄμος</i>) [[είναι]] πιθ. αναλογικός [[κατά]] τα [[ἐμός]], <i>σός</i>, [[σφός]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ὑμός]]). Ο τ. <i>ἁμὸς</i> ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>ns</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρ. <i>nĕs</i>-) <i>ns</i> -<i>sme</i> > <i>nsme</i> > <i>ns</i>-<i>mos</i> > <i>ἁσ</i>-<i>μ</i>-<i>ὸς</i> <span style="color: red;"><</span> αιολ. [[ἄμμος]] (με [[αφομοίωση]] του <i>σ</i> και βαρυτονία), δωρ. [[ἁμός]]].<br /><b>(II)</b><br />ἁμὸς<br />[[λέξη]] ισοδύναμη με τα αόρ. εις, τις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. δεν απαντά αυτοτελώς [[παρά]] μόνο στα επιρρ. [[ἁμοῦ]], <i>ἁμῆ</i>, [[ἁμοῖ]], [[ἁμῶς]], [[ἁμόθεν]], [[ἁμόθι]] και στις επίρρ. εκφρ. <i>ἁμή γέπῃ [[ἁμόθεν]] γέ ποθεν</i>, <i>ἁμουγέποι</i>, [[ἁμοῦ]] γέ που</i>, [[ἁμῶς]] γέ πως</i>. Πιο εύχρηστο [[είναι]] ως σύνθετο με τα αρνητ. επιρρ. [[οὐδέ]], [[μηδέ]]: <i>οὐδαμὸς</i>-[[μηδαμός]], <i>οὐδαμὰ</i>-[[μηδαμά]], [[οὐδαμῇ]]-[[μηδαμῇ]]-[[μηδαμεῖ]], [[οὐδαμόθεν]]-[[μηδαμόθεν]], [[οὐδαμόθι]]-[[μηδαμόθι]], [[οὐδαμοῖ]]-[[μηδαμοῖ]], [[οὐδαμόσε]]-[[μηδαμόσε]], [[οὐδαμοῦ]]-[[μηδαμοῦ]], [[οὐδαμῶς]]-[[μηδαμῶς]]. Μεταγεν. τύποι οι [[οὐδάμινος]], [[ναιδαμῶς]]. Στην ελληνιστ. [[εποχή]] δημιουργούνται τύποι με δασύ οδοντικό: [[μηθαμά]], -<i>όθεν</i>, -<i>οῦ</i>, [[οὐθαμεῖ]]. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>sm</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>sama</i>- «[[κάποιος]]», γοτθ. <i>sums</i> «[[κάποιος]]», αγγλ. <i>some</i> «μερικοί, [[κάποιος]]» <b>κ.ά.</b>): <i>sm</i>-<i>ος</i> > <i>hαμ</i>-<i>ος</i> > <i>ἁμ</i>-<i>ός</i>. Οι προηγούμ. τ. συγγενεύουν με τα <i>ά</i>- (αθροιστικό), <i>ἅμα</i> <i>εἷς</i>, γαλλ. <i>un</i> «[[ένας]]». Η αοριστολογική [[χροιά]] ίσως προέρχεται από την [[έννοια]] της ενότητας. Πρβλ. γαλλ. <i>un</i>, νεοελλ. [[ένας]] κ.λπ.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |