Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γνώμη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(nl)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[γνώμη]])<br /><b>1.</b> [[σκέψη]], [[ιδέα]], [[άποψη]] («σύμφωνη [[γνώμη]], αντίθετη [[γνώμη]], τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην»)<br /><b>2.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]] (α. «δεν του '[[κάμε]] τη [[γνώμη]] του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην<br />σύμφωνα με την [[επιθυμία]] του»)<br /><b>3.</b> [[απόφαση]], [[γνωμοδότηση]]<br />(«η [[γνώμη]] τοῡ δικαστηρίου, ή τοῡ δικαστοῡ [[γνώμη]]»)<br /><b>4.</b> το [[φρόνημα]], το [[ήθος]], ο [[χαρακτήρας]] κάποιου (α. «τα χαρίσματα της καλής σου γνώμης», β. «[[ὅστις]] [[γνώμη]] μὴ καθαρείῃ» — όποιος δεν έχει καθαρή [[συνείδηση]]<br />παροιμ., ο «[[λύκος]] κι αν εγέρασε κι άλλαξε το [[μαλλί]] του [[ούτε]] τη [[γνώμη]] τ' άλλαξε [[ούτε]] την [[κεφαλή]] του»)<br /><b>5.</b> ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>6.</b> [[συμβουλή]] («με τη [[γνώμη]] του [[πατέρα]]», «Θεμιστοκλέους [[γνώμη]]»)<br /><b>7.</b> γνωμικό («[[συλλογή]] γνωμών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]]<br /><b>2.</b> [[σκοπός]], [[επιδίωξη]] ([[οἶδα]] δ' οὐ γνώμῃ τίνι» — δεν [[ξέρω]] με ποια [[επιδίωξη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (θ). <i>γνω</i>- του ρ. [[γιγνώσκω]]. Η λ. [[γνώμη]] δήλωνε αφενός μεν το [[μέσο]] με το οποίο ήταν δυνατόν να αποκτήσει [[κάποιος]] [[γνώση]] σ' ένα [[αντικείμενο]], άρα το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] [[αυτού]], και ήταν πιο εύχρηστη από τη λ. [[γνώσις]], αφετέρου δε ό,τι [[κάποιος]] πιστεύει και αποφαίνεται, την [[κρίση]] του, τη [[σκέψη]], την [[ιδέα]] του, [[καθώς]] και τη [[θέληση]], [[επιθυμία]], [[διάθεση]] ή [[κλίση]] του].
|mltxt=η (AM [[γνώμη]])<br /><b>1.</b> [[σκέψη]], [[ιδέα]], [[άποψη]] («σύμφωνη [[γνώμη]], αντίθετη [[γνώμη]], τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην»)<br /><b>2.</b> [[θέληση]], [[επιθυμία]] (α. «δεν του '[[κάμε]] τη [[γνώμη]] του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην<br />σύμφωνα με την [[επιθυμία]] του»)<br /><b>3.</b> [[απόφαση]], [[γνωμοδότηση]]<br />(«η [[γνώμη]] τοῦ δικαστηρίου, ή τοῦ δικαστοῦ [[γνώμη]]»)<br /><b>4.</b> το [[φρόνημα]], το [[ήθος]], ο [[χαρακτήρας]] κάποιου (α. «τα χαρίσματα της καλής σου γνώμης», β. «[[ὅστις]] [[γνώμη]] μὴ καθαρείῃ» — όποιος δεν έχει καθαρή [[συνείδηση]]<br />παροιμ., ο «[[λύκος]] κι αν εγέρασε κι άλλαξε το [[μαλλί]] του [[ούτε]] τη [[γνώμη]] τ' άλλαξε [[ούτε]] την [[κεφαλή]] του»)<br /><b>5.</b> ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>6.</b> [[συμβουλή]] («με τη [[γνώμη]] του [[πατέρα]]», «Θεμιστοκλέους [[γνώμη]]»)<br /><b>7.</b> γνωμικό («[[συλλογή]] γνωμών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]]<br /><b>2.</b> [[σκοπός]], [[επιδίωξη]] ([[οἶδα]] δ' οὐ γνώμῃ τίνι» — δεν [[ξέρω]] με ποια [[επιδίωξη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (θ). <i>γνω</i>- του ρ. [[γιγνώσκω]]. Η λ. [[γνώμη]] δήλωνε αφενός μεν το [[μέσο]] με το οποίο ήταν δυνατόν να αποκτήσει [[κάποιος]] [[γνώση]] σ' ένα [[αντικείμενο]], άρα το χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] [[αυτού]], και ήταν πιο εύχρηστη από τη λ. [[γνώσις]], αφετέρου δε ό,τι [[κάποιος]] πιστεύει και αποφαίνεται, την [[κρίση]] του, τη [[σκέψη]], την [[ιδέα]] του, [[καθώς]] και τη [[θέληση]], [[επιθυμία]], [[διάθεση]] ή [[κλίση]] του].
}}
}}
{{lsm
{{lsm