Anonymous

δάος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1a)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δάος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> (για άλογα) γρήγορος («ἦταν [[δάος]] ὁ μαῡρος του», <i>Διγενής</i>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) [[άλογο]] («[[πάλιν]] ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄλογα τοῡ δάου» — [[γρήγορα]] άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τον Ησύχιο παραδίδεται [[δάος]] «[[λύκος]]» (Φρύγες). Λύκοι όμως ονομάζονταν και οι σιδηρές αιχμές στα χαλινάρια τών σκληροτράχηλων αλόγων. Έτσι ο Ησύχιος χρησιμοποίησε τη λ. [[δάος]] συνεκδοχικά με τη σημ. <i>αγγάριος</i> («ταχυδρομικό [[άλογο]]»). Για τους λόγους αυτούς υποστηρίχθηκε ότι η μσν. λ. [[δάος]] [[είναι]] η λ. του Ησυχίου, ενώ άλλοι υπέθεσαν ότι προήλθε από τουρκ. <i>dagh</i>].<br /><b>(II)</b><br />δᾷος, -α, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[δήιος]].<br /><b>(III)</b><br />[[δάος]] (δάεος), το (Α) [[δαίω]]<br />[[δάδα]], [[πυρσός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δάος]], -ον (Μ)<br /><b>1.</b> (για άλογα) γρήγορος («ἦταν [[δάος]] ὁ μαῡρος του», <i>Διγενής</i>)<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) [[άλογο]] («[[πάλιν]] ἐκαβαλίκευσεν καὶ παίζει τον τὸν δάον»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄλογα τοῦ δάου» — [[γρήγορα]] άλογα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τον Ησύχιο παραδίδεται [[δάος]] «[[λύκος]]» (Φρύγες). Λύκοι όμως ονομάζονταν και οι σιδηρές αιχμές στα χαλινάρια τών σκληροτράχηλων αλόγων. Έτσι ο Ησύχιος χρησιμοποίησε τη λ. [[δάος]] συνεκδοχικά με τη σημ. <i>αγγάριος</i> («ταχυδρομικό [[άλογο]]»). Για τους λόγους αυτούς υποστηρίχθηκε ότι η μσν. λ. [[δάος]] [[είναι]] η λ. του Ησυχίου, ενώ άλλοι υπέθεσαν ότι προήλθε από τουρκ. <i>dagh</i>].<br /><b>(II)</b><br />δᾷος, -α, -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[δήιος]].<br /><b>(III)</b><br />[[δάος]] (δάεος), το (Α) [[δαίω]]<br />[[δάδα]], [[πυρσός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm