Anonymous

εὐθύωρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1ab)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθύωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ευθεία]] [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>εὐθύωρον</i><br />α) [[ευθύς]], [[αμέσως]] («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.)<br />β) σε [[ευθεία]] [[διεύθυνση]] («[[ἄγει]] δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῡ δράκοντος πνεῡμα θεῑον», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όρος</i> «όριο». Το -<i>ω</i>- λόγω συνθέσεως (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>ωρος</i>, <i>τέτρ</i>-<i>ωρος</i>)].
|mltxt=[[εὐθύωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ευθεία]] [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>εὐθύωρον</i><br />α) [[ευθύς]], [[αμέσως]] («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.)<br />β) σε [[ευθεία]] [[διεύθυνση]] («[[ἄγει]] δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῦ δράκοντος πνεῡμα θεῑον», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όρος</i> «όριο». Το -<i>ω</i>- λόγω συνθέσεως (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-<i>ωρος</i>, <i>τέτρ</i>-<i>ωρος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm