Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λέμβος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λέμβος]], ὁ)<br />[[σκάφος]] μικρών διαστάσεων, με ή [[χωρίς]] [[κατάστρωμα]], που κινείται με [[κουπιά]] ή και [[ιστία]], [[βάρκα]] («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[καλάθι]] του αεροστάτου<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το μικρότερο [[επάνω]] [[μέρος]] του πτερυγίου του αφτιού, η [[κύμβη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σωσίβια [[λέμβος]]» — [[λέμβος]] που χρησιμοποιείται ειδικά για τη [[διάσωση]] ναυαγών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό γρήγορο [[σκάφος]] που χρησίμευε ως [[πρόσκοπος]] στόλου ή ως ελαφρό [[μεταγωγικό]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] παράσιτου ατόμου («[[ὄπισθεν]] ἀκολουθεῑ [[κόλαξ]] τῳ; [[λέμβος]] ἐπικέκληται», Αναξανδρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ίσως ιλλυρικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λεμβώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λεμβάδιον]] <b>νεοελλ.</b> [[λεμβίτης]], [[λεμβώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λέμβαρχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεμβοδρόμος]], [[λεμβόζευκτος]], [[λεμβοστάσιο]], [[λεμβουργός]], [[λεμβούχος]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[εξωλέμβιος]], [[επιλέμβιος]]].
|mltxt=η (AM [[λέμβος]], ὁ)<br />[[σκάφος]] μικρών διαστάσεων, με ή [[χωρίς]] [[κατάστρωμα]], που κινείται με [[κουπιά]] ή και [[ιστία]], [[βάρκα]] («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῦ λέμβου... ἀπεπνίγη», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[καλάθι]] του αεροστάτου<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το μικρότερο [[επάνω]] [[μέρος]] του πτερυγίου του αφτιού, η [[κύμβη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σωσίβια [[λέμβος]]» — [[λέμβος]] που χρησιμοποιείται ειδικά για τη [[διάσωση]] ναυαγών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό γρήγορο [[σκάφος]] που χρησίμευε ως [[πρόσκοπος]] στόλου ή ως ελαφρό [[μεταγωγικό]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] παράσιτου ατόμου («[[ὄπισθεν]] ἀκολουθεῑ [[κόλαξ]] τῳ; [[λέμβος]] ἐπικέκληται», Αναξανδρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ίσως ιλλυρικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λεμβώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λεμβάδιον]] <b>νεοελλ.</b> [[λεμβίτης]], [[λεμβώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λέμβαρχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεμβοδρόμος]], [[λεμβόζευκτος]], [[λεμβοστάσιο]], [[λεμβουργός]], [[λεμβούχος]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[εξωλέμβιος]], [[επιλέμβιος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm