3,274,199
edits
(15) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔκοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο [[εύκολος]] ( | |mltxt=[[εὔκοπος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο [[εύκολος]] («τοῦτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκόπως</i> (ΑΜ)<br />το συγκρ. <i>εὐκοπώτερον</i> (ΑΜ) και <i>εὐκοπωτέρως</i> (Μ)<br />εύκολα, με [[ευκολία]]<br />το συγκρ., με μεγαλύτερη [[ευκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]). Η [[σημασία]] «[[βάσανο]], [[κούραση]]» [[είναι]] αρχαία παρ' όλο που ετυμολογικώς το όνομα δηλώνει τη ρηματική [[ενέργεια]]]. | ||
}} | }} |