εύκοπος
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
Greek Monolingual
εὔκοπος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῦτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.).
επίρρ...
εὐκόπως (ΑΜ)
το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ)
εύκολα, με ευκολία
το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόπος (< κόπτω). Η σημασία «βάσανο, κούραση» είναι αρχαία παρ' όλο που ετυμολογικώς το όνομα δηλώνει τη ρηματική ενέργεια].