Anonymous

οικώ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(28)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ οἰκῶ, -έω, Α επικ. τ. [[οἰκείω]], λοκρ. τ. Fοικέω) [[οίκος]]<br /><b>1.</b> κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οἰκέοιτο [[πόλις]] Πριάμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[οικουμένη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] εγκατεστημένος [[κάπου]], [[εδρεύω]] (α. «τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῑν γλυκύ», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἰκῆσαν ψυχαῑς ὑμῶν σοφοί», Μηναί)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και παθ.) εγκαθίσταμαι ως [[κάτοικος]] ή ως [[άποικος]] σε έναν [[τόπο]] (α. «οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν», <b>Θουκ.</b><br />β. «τοῑσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σπίτι]] ή με [[πόλη]]) [[διοικώ]], [[κυβερνώ]] («[[οἴκει]] τὴν πόλιν ὁμοίως [[ὥσπερ]] τὸν πατρῷον οἶκον», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διευθύνω]], [[κατευθύνω]] («μὴ τὸν ἐμὸν [[οἴκει]] νοῡν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για άτομα, για οικογένειες ή και για ολόκληρα έθνη) έχω ως [[κατοικία]] μου, [[διαμένω]] («ναοῑσι δ' οἰκεῑς τοισίδ' ἢ κατὰ στέγας», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[κείμαι]], ευρίσκομαι («πλεῑσται γὰρ πόλεις τῶν δεομένων τῆς θαλάττης περὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν οἰκοῡσι», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) κυβερνώμαι, διοικούμαι («τίς τῶν [[πόλεων]] διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν;», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=(ΑΜ οἰκῶ, -έω, Α επικ. τ. [[οἰκείω]], λοκρ. τ. Fοικέω) [[οίκος]]<br /><b>1.</b> κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῦτον τὸν χῶρον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «οἰκέοιτο [[πόλις]] Πριάμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[οικουμένη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] εγκατεστημένος [[κάπου]], [[εδρεύω]] (α. «τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῑν γλυκύ», <b>Σοφ.</b><br />β. «οἰκῆσαν ψυχαῑς ὑμῶν σοφοί», Μηναί)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και παθ.) εγκαθίσταμαι ως [[κάτοικος]] ή ως [[άποικος]] σε έναν [[τόπο]] (α. «οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν», <b>Θουκ.</b><br />β. «τοῑσι τὰς νήσους οἰκημένοισι Ἴωσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σπίτι]] ή με [[πόλη]]) [[διοικώ]], [[κυβερνώ]] («[[οἴκει]] τὴν πόλιν ὁμοίως [[ὥσπερ]] τὸν πατρῷον οἶκον», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διευθύνω]], [[κατευθύνω]] («μὴ τὸν ἐμὸν [[οἴκει]] νοῡν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για άτομα, για οικογένειες ή και για ολόκληρα έθνη) έχω ως [[κατοικία]] μου, [[διαμένω]] («ναοῑσι δ' οἰκεῑς τοισίδ' ἢ κατὰ στέγας», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[κείμαι]], ευρίσκομαι («πλεῑσται γὰρ πόλεις τῶν δεομένων τῆς θαλάττης περὶ τὴν ὑμετέραν πόλιν οἰκοῡσι», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) κυβερνώμαι, διοικούμαι («τίς τῶν [[πόλεων]] διὰ σὲ βέλτιον ᾤκησεν;», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}