Anonymous

νυν: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(27)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. [[μόριο]] νυν, νυ) (χρον. επίρρ.)<br /><b>1.</b> [[τώρα]], [[κατά]] τον παρόντα χρόνο, αυτή τη [[στιγμή]] ή αυτή την [[εποχή]] («[[πάλαι]] καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> (ενάρθρως ως επίθ.) <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το νυν</i><br />ο [[παρών]], ο [[σημερινός]], ο [[τωρινός]] (α. «ο νυν [[πρωθυπουργός]]» β. «οἳ νῡν βροτοί εἰσιν ἐπιχθόνιοι», <b>Ομ.</b>ίλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νῡν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» — στον αιώνα τον [[άπαντα]], αιωνίως, [[παντοτινά]]<br />β) «το (γε) νῡν ἔχον» — όπως έχουν [[τώρα]] τα πράγματα<br />γ) «νῡν [[εἴπερ]] ποτὲ καὶ [[ἄλλοτε]]» — [[τώρα]] περισσότερο από [[κάθε]] [[άλλη]] [[περίσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έφτασε στο νυν και αεί» ή «[[είναι]] στο νυν και αεί» — βρίσκεται ή έφτασε στο έσχατο [[σημείο]] αντοχής<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ τοῡ νῡν» — [[αμέσως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (χρησιμοποιείται όχι μόνο για το [[παρόν]], [[αλλά]] και για το άμεσο [[παρελθόν]]) [[μόλις]] προ ολίγου, [[τώρα]] δα<br /><b>2.</b> (χρησιμοποιείται [[επίσης]] για το άμεσο [[μέλλον]]) [[τώρα]] [[αμέσως]], [[εντός]] ολίγου<br /><b>3.</b> ([[σπανίως]] για να δηλώσει [[αντίθεση]] [[προς]] ό,τι θα μπορούσε να συμβεί υπό διαφορετικές περιστάσεις) όπως έχουν [[τώρα]] τα πράγματα<br /><b>4.</b> (ως εγκλιτ. [[μόριο]]) <i>νυν</i>, <i>νυ</i><br />α) (δηλώνει την άμεση [[ακολουθία]] πράγματος που ακολουθεί κάποιο [[άλλο]]) ακολούθως, [[μετά]] από αυτά<br />β) (δηλώνει την άμεση [[ακολουθία]] πράγματος που εξάγεται ή εικάζεται από [[άλλο]]) [[λοιπόν]]<br />γ) (χρησιμοποιείται για [[ενίσχυση]] ή [[επίσπευση]] προσταγής, παραγγελίας ή πρόσκλησης) [[εμπρός]] [[λοιπόν]], [[γρήγορα]]<br />δ) (χρησιμοποιείται [[επίσης]] για [[ενίσχυση]] ερώτησης) <i>τίς νυν</i>; <i>τί νυν</i>;<br />[[ποιος]] [[λοιπόν]]; τί [[λοιπόν]];<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ νῡν» — [[τώρα]], επί του παρόντος<br />β) «νῡν ἤδη» — από [[τώρα]] και στο [[εξής]]<br />γ) «καὶ νῡν» — [[ακόμη]] και σε αυτή την [[περίσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>νῦν</i> ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>n</i><i>ū</i>- «[[τώρα]]» και συνδέεται με λ. όπως αρχ, ινδ. <i>nu</i>, <i>n</i><i>ū</i>, <i>nŭn</i>-<i>am</i>, χεττιτ. <i>nu</i>, <i>ki</i>-<i>nun</i> «[[τώρα]]», λιθουαν. <i>nu</i>, <i>n</i><i>ū</i><i>naĭ</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>n</i><i>ū</i>, λατ. <i>num</i>, <i>nun</i>-<i>c</i>, <i>nu</i>-<i>dius</i>. To επίρρ. εμφανίζεται τονισμένο ή άτονο, με μακρό ή βραχύ -<i>υ</i>- και με ή [[χωρίς]] τελικό <i>ν</i>. Το μακρό -<i>ῡ</i>- μπορεί να ερμηνευθεί λόγω του μονοσύλλαβου χαρακτήρα του τύπου. Η [[μορφή]] <i>νυ</i> μαρτυρείται μόνο στα έπη και στη βοιωτική και κυπριακή διάλεκτο. Επίσης εμφανίζεται στην [[αντωνυμία]] <i>ὅνυ</i> της αρκαδικής και κυπριακής διαλέκτου. Η [[ρίζα]], [[τέλος]], του επιρρ. <i>νῦν</i> συνδέεται πιθ. με τη [[ρίζα]] <i>newo</i>- του [[νέος]].
|mltxt=(ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. [[μόριο]] νυν, νυ) (χρον. επίρρ.)<br /><b>1.</b> [[τώρα]], [[κατά]] τον παρόντα χρόνο, αυτή τη [[στιγμή]] ή αυτή την [[εποχή]] («[[πάλαι]] καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> (ενάρθρως ως επίθ.) <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το νυν</i><br />ο [[παρών]], ο [[σημερινός]], ο [[τωρινός]] (α. «ο νυν [[πρωθυπουργός]]» β. «οἳ νῡν βροτοί εἰσιν ἐπιχθόνιοι», <b>Ομ.</b>ίλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νῡν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» — στον αιώνα τον [[άπαντα]], αιωνίως, [[παντοτινά]]<br />β) «το (γε) νῡν ἔχον» — όπως έχουν [[τώρα]] τα πράγματα<br />γ) «νῡν [[εἴπερ]] ποτὲ καὶ [[ἄλλοτε]]» — [[τώρα]] περισσότερο από [[κάθε]] [[άλλη]] [[περίσταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έφτασε στο νυν και αεί» ή «[[είναι]] στο νυν και αεί» — βρίσκεται ή έφτασε στο έσχατο [[σημείο]] αντοχής<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀπὸ τοῦ νῡν» — [[αμέσως]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (χρησιμοποιείται όχι μόνο για το [[παρόν]], [[αλλά]] και για το άμεσο [[παρελθόν]]) [[μόλις]] προ ολίγου, [[τώρα]] δα<br /><b>2.</b> (χρησιμοποιείται [[επίσης]] για το άμεσο [[μέλλον]]) [[τώρα]] [[αμέσως]], [[εντός]] ολίγου<br /><b>3.</b> ([[σπανίως]] για να δηλώσει [[αντίθεση]] [[προς]] ό,τι θα μπορούσε να συμβεί υπό διαφορετικές περιστάσεις) όπως έχουν [[τώρα]] τα πράγματα<br /><b>4.</b> (ως εγκλιτ. [[μόριο]]) <i>νυν</i>, <i>νυ</i><br />α) (δηλώνει την άμεση [[ακολουθία]] πράγματος που ακολουθεί κάποιο [[άλλο]]) ακολούθως, [[μετά]] από αυτά<br />β) (δηλώνει την άμεση [[ακολουθία]] πράγματος που εξάγεται ή εικάζεται από [[άλλο]]) [[λοιπόν]]<br />γ) (χρησιμοποιείται για [[ενίσχυση]] ή [[επίσπευση]] προσταγής, παραγγελίας ή πρόσκλησης) [[εμπρός]] [[λοιπόν]], [[γρήγορα]]<br />δ) (χρησιμοποιείται [[επίσης]] για [[ενίσχυση]] ερώτησης) <i>τίς νυν</i>; <i>τί νυν</i>;<br />[[ποιος]] [[λοιπόν]]; τί [[λοιπόν]];<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ νῡν» — [[τώρα]], επί του παρόντος<br />β) «νῡν ἤδη» — από [[τώρα]] και στο [[εξής]]<br />γ) «καὶ νῡν» — [[ακόμη]] και σε αυτή την [[περίσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>νῦν</i> ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>n</i><i>ū</i>- «[[τώρα]]» και συνδέεται με λ. όπως αρχ, ινδ. <i>nu</i>, <i>n</i><i>ū</i>, <i>nŭn</i>-<i>am</i>, χεττιτ. <i>nu</i>, <i>ki</i>-<i>nun</i> «[[τώρα]]», λιθουαν. <i>nu</i>, <i>n</i><i>ū</i><i>naĭ</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>n</i><i>ū</i>, λατ. <i>num</i>, <i>nun</i>-<i>c</i>, <i>nu</i>-<i>dius</i>. To επίρρ. εμφανίζεται τονισμένο ή άτονο, με μακρό ή βραχύ -<i>υ</i>- και με ή [[χωρίς]] τελικό <i>ν</i>. Το μακρό -<i>ῡ</i>- μπορεί να ερμηνευθεί λόγω του μονοσύλλαβου χαρακτήρα του τύπου. Η [[μορφή]] <i>νυ</i> μαρτυρείται μόνο στα έπη και στη βοιωτική και κυπριακή διάλεκτο. Επίσης εμφανίζεται στην [[αντωνυμία]] <i>ὅνυ</i> της αρκαδικής και κυπριακής διαλέκτου. Η [[ρίζα]], [[τέλος]], του επιρρ. <i>νῦν</i> συνδέεται πιθ. με τη [[ρίζα]] <i>newo</i>- του [[νέος]].
}}
}}