νυν
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
French (Bailly abrégé)
v. νυνί.
English (Slater)
νῠν enclitic and unemphatic form of νῦν.
a c. impv. σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ (N. 1.13) μή νυν μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν (Tricl.: νῦν codd.) (I. 2.43)
b καί νυν καί νυν ἐς ταύταν ἑορτὰν ἵλαος νίσεται (byz.: νῦν codd.) (O. 3.43) καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν (byz.: νῦν codd.) (O. 7.13) ἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι καί νυν κελαδησόμεθα (Boeckh: νῦν codd.) (O. 10.78) ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσι (Er. Schmid: νῦν codd.) (P. 3.66) “τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες καί νυν ἐν τᾷδ ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα” (Tricl.: νῦν codd.) (P. 4.42) καί νυν ἐν Πυθῶνι (Tricl.: νῦν codd.) P.9. 71. ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν (Er. Schmid: νῦν codd.) (P. 11.7) τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν (Er. Schmid: δὲ καὶ νῦν codd.: καὶ νῦν Pauw.) (N. 6.8)
c c. art., pro adv. (φωνὰν) ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ νυν ἢ Θρασυδᾴῳ (Er. Schmid: νῦν codd.) (P. 11.44)
Greek Monolingual
(ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.)
1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῦν πανταχοῦ...μνημονευομένας», Ισοκρ.)
2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν
ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α. «ο νυν πρωθυπουργός» β. «οἳ νῦν βροτοί εἰσιν ἐπιχθόνιοι», Ομ.ίλ.)
3. φρ. α) «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων» — στον αιώνα τον άπαντα, αιωνίως, παντοτινά
β) «το (γε) νῦν ἔχον» — όπως έχουν τώρα τα πράγματα
γ) «νῦν εἴπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε» — τώρα περισσότερο από κάθε άλλη περίσταση
νεοελλ.
φρ. «έφτασε στο νυν και αεί» ή «είναι στο νυν και αεί» — βρίσκεται ή έφτασε στο έσχατο σημείο αντοχής
μσν.
φρ. «ἀπὸ τοῦ νῡν» — αμέσως
αρχ.
1. (χρησιμοποιείται όχι μόνο για το παρόν, αλλά και για το άμεσο παρελθόν) μόλις προ ολίγου, τώρα δα
2. (χρησιμοποιείται επίσης για το άμεσο μέλλον) τώρα αμέσως, εντός ολίγου
3. (σπανίως για να δηλώσει αντίθεση προς ό,τι θα μπορούσε να συμβεί υπό διαφορετικές περιστάσεις) όπως έχουν τώρα τα πράγματα
4. (ως εγκλιτ. μόριο) νυν, νυ
α) (δηλώνει την άμεση ακολουθία πράγματος που ακολουθεί κάποιο άλλο) ακολούθως, μετά από αυτά
β) (δηλώνει την άμεση ακολουθία πράγματος που εξάγεται ή εικάζεται από άλλο) λοιπόν
γ) (χρησιμοποιείται για ενίσχυση ή επίσπευση προσταγής, παραγγελίας ή πρόσκλησης) εμπρός λοιπόν, γρήγορα
δ) (χρησιμοποιείται επίσης για ενίσχυση ερώτησης) τίς νυν; τί νυν;
ποιος λοιπόν; τί λοιπόν;
5. φρ. α) «τὰ νῡν» — τώρα, επί του παρόντος
β) «νῦν ἤδη» — από τώρα και στο εξής
γ) «καὶ νῡν» — ακόμη και σε αυτή την περίσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. νῦν ανάγεται σε ΙΕ τ. nū- «τώρα» και συνδέεται με λ. όπως αρχ, ινδ. nu, nū, nŭn-am, χεττιτ. nu, ki-nun «τώρα», λιθουαν. nu, nūnaĭ, αρχ. άνω γερμ. nū, λατ. num, nun-c, nu-dius. To επίρρ. εμφανίζεται τονισμένο ή άτονο, με μακρό ή βραχύ -υ- και με ή χωρίς τελικό ν. Το μακρό -ῡ- μπορεί να ερμηνευθεί λόγω του μονοσύλλαβου χαρακτήρα του τύπου. Η μορφή νυ μαρτυρείται μόνο στα έπη και στη βοιωτική και κυπριακή διάλεκτο. Επίσης εμφανίζεται στην αντωνυμία ὅνυ της αρκαδικής και κυπριακής διαλέκτου. Η ρίζα, τέλος, του επιρρ. νῦν συνδέεται πιθ. με τη ρίζα newo- του νέος.