Anonymous

πατώ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(31)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πατάω]] / πατῶ, -έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> έχω ή [[βάζω]] το [[πόδι]] μου [[πάνω]] σε [[κάτι]], σε έναν [[τόπο]] ή σε ένα [[αντικείμενο]] (α. «πάτησα ένα [[καρφί]]» β. «[[χῶρος]] οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]], [[διαρπάζω]], [[κυριεύω]] (α. «πατήσανε το [[κάστρο]]» β. «πόλιν... πατήσαντες», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> [[πιέζω]] με τα πόδια, [[εκθλίβω]], [[στίβω]] (α. «πατήσαμε τα σταφύλια» β. «πατεῑ τὸν ληνὸν τοῡ οἴνου», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (για οχήματα) [[φέρω]] τους τροχούς, [[έρχομαι]], κινούμαι [[κάπου]], μού [[είναι]] κάποιο [[μέρος]] προσιτό (α. «δεν πατούσε [[αυτοκίνητο]] [[εκεί]]» β. «τὰ μὴ πατέουσιν ἅμαξαι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπατώ]], [[περιφρονώ]], [[καταφρονώ]] (α. «δεν [[πατώ]] τον όρκο μου» β. «τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]] σε έναν [[τόπο]], [[συχνάζω]]<br />(α. «δεν πατιέται αυτή η [[κορυφή]] από άνθρωπο» β. «Λῆμνον πατῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έχω ή [[βάζω]] τα πόδια μου σε ένα [[σημείο]] του εδάφους<br /><b>2.</b> [[στηρίζω]], [[ακουμπώ]] τα πόδια μου στη γη («δεν [[μπορώ]] να πατήσω»)<br /><b>3.</b> [[πατώνω]], [[ακουμπώ]] τα πόδια στον πυθμένα<br /><b>4.</b> (για [[πράγμα]]) [[εφαρμόζω]] [[τελείως]] [[πάνω]] στο [[δάπεδο]] («το [[τραπέζι]] δεν πατάει [[παντού]]»)<br /><b>5.</b> [[περπατώ]] [[γρήγορα]], [[βαδίζω]] γοργά («πάτα για να προφτάσουμε το [[αυτοκίνητο]]»)<br /><b>6.</b> [[πιέζω]] [[κάτι]] με τα πόδια ή με [[άλλο]] [[μέσο]], [[πατικώνω]], [[στοιβάζω]] («πάτησε τα ρούχα για να χωρέσουν»)<br /><b>7.</b> [[πιέζω]] με το [[πόδι]], [[σκουντώ]] («[[πατάω]] [[φρένο]]»)<br /><b>8.</b> [[σπρώχνω]] [[κάτι]] για να υποχωρήσει («πατάει το [[κουμπί]] της μηχανής»)<br /><b>9.</b> [[πιέζω]], [[δίνω]] [[βάρος]] από [[πάνω]] («[[γιατί]] [[πατάς]] την [[πένα]], όταν γράφεις;»)<br /><b>10.</b> σιδερώνω («μού πάτησε λίγο το [[σακάκι]]»)<br /><b>11.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], ζουλάω («πάτησα το σπειρί κι έσπασε»)<br /><b>12.</b> [[τραυματίζω]] από [[σύνθλιψη]] («το [[άλογο]] το πάτησε το [[σαμάρι]]»)<br /><b>13.</b> (για οχήματα) [[παρασύρω]] με τους τροχούς, [[καταπλακώνω]] («τον πάτησε το [[αυτοκίνητο]]»)<br /><b>14.</b> [[πηγαίνω]], [[συχνάζω]] [[κάπου]] («δεν πατάει στην [[εκκλησία]]»)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν πατάει [[χάμου]]» — λέγεται για αλαζόνα<br />β) «δεν [[πατάς]] καλά» — δεν συμπεριφέρεσαι σωστά<br />γ) «[[πατώ]] στα κάρβουνα» — κατέχομαι από [[μεγάλη]] [[ανησυχία]] και φόβο περιμένοντας [[κάτι]]<br />δ) «πάτησε στην [[πίτα]]» ή «στην [[αγκινάρα]]» — αστόχησε στις επιδιώξεις του, απέτυχε με γελοίο τρόπο<br />ε) «[[πατάω]] [[πόδι]]» — [[απαιτώ]] [[κάτι]] έντονα και με [[επιμονή]], [[προβάλλω]] έντονη [[αξίωση]] και [[επιβάλλω]] τη θέλησή μου<br />στ) «μέ πάτησες και μέ ξενύχιασες» — πάτησες [[πάνω]] στο [[πόδι]] μου, στα δάχτυλα μου<br />ζ) «πατείς με [[πατώ]] σε» — λέγεται για μεγάλο συνωστισμό<br />η) «τον πάτησα στον κάλο» ή «του πάτησα τον κάλο» — τον έθιξα σε ευαίσθητο [[σημείο]]<br />θ) «πάτησα μια δουλειά...» — εργάστηκα υπερβολικά<br />ι) «πάτησα φαΐ για [[δέκα]]» — έφαγα όσο [[δέκα]] άνθρωποιια) «του πάτησα ένα [[ξύλο]]...» — τον έδειρα πολύ<br />ιβ) «του πάτησα ένα [[βρισίδι]]...» — τον καθύβρισα<br />ιγ) «του πάτησα μια [[κατσάδα]]...» — του έκανα έντονη [[επίπληξη]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) [[πεπατημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />[[γνωστός]] από παλαιά, [[κοινός]], πολύ [[συνηθισμένος]] (α. «ακολουθεί την πεπατημένη» — ακολουθεί την [[παράδοση]]<br />β. «πεπατημένοι ῥήσεις», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]]<br /><b>2.</b> [[καταπατώ]], [[ποδοπατώ]], [[τσαλαπατώ]] («βουλὴν πατήσεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συχνάζω]] με αθέμιτο σκοπό [[κάπου]], [[μεταχειρίζομαι]] ασεβώς [[κάτι]] («[Ἐρινύες] ἀπέπτυσαν εὐνὰς ἀδελφοῡ τῷ πατοῡντι δυσμενεῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνθλίβω]] με τα πόδια, [[αλωνίζω]] («κριθὴν καλῶν πεπατημένην», πάπ.)<br /><b>5.</b> [[καταβάλλω]], [[κατανικώ]], [[εξοντώνω]] («θανάτῳ θάνατον πατήσας», απολυτ. Κυρ. [[Πάσχα]])<br /><b>6.</b> [[μελετώ]], [[ασχολούμαι]] με το [[έργο]] κάποιου («ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς... οὐδ' Αἴσωπον πεπάτηκας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[πάτος]] (Ι) με τη σημ. «[[πυθμένας]], [[πάτημα]]» έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. <i>πατῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀπό</i>-<i>πατος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀπο</i>-<i>πατῶ</i>, [[περί]]-<i>πατος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-<i>πατῶ</i>). Κατ' [[άλλη]], αντίθετη [[άποψη]], το ρ. <i>πατῶ</i> παράγεται από το ουσ. [[πάτος]] (Ι), το οποίο, με τη σημ. «[[μονοπάτι]], [[δρόμος]] που πατιέται [[συχνά]]», θεωρείται παρλλ. τ. της λ. [[πόντος]]. Η [[άποψη]] αυτή θα μπορούσε πιθ. να οδηγήσει σε μια ετυμολόγηση τών λ. [[πάτος]], <i>πατῶ</i>, προσκρούει, όμως, σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=και [[πατάω]] / πατῶ, -έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> έχω ή [[βάζω]] το [[πόδι]] μου [[πάνω]] σε [[κάτι]], σε έναν [[τόπο]] ή σε ένα [[αντικείμενο]] (α. «πάτησα ένα [[καρφί]]» β. «[[χῶρος]] οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεηλατώ]], [[διαρπάζω]], [[κυριεύω]] (α. «πατήσανε το [[κάστρο]]» β. «πόλιν... πατήσαντες», Ηλιόδ.)<br /><b>3.</b> [[πιέζω]] με τα πόδια, [[εκθλίβω]], [[στίβω]] (α. «πατήσαμε τα σταφύλια» β. «πατεῑ τὸν ληνὸν τοῦ οἴνου», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (για οχήματα) [[φέρω]] τους τροχούς, [[έρχομαι]], κινούμαι [[κάπου]], μού [[είναι]] κάποιο [[μέρος]] προσιτό (α. «δεν πατούσε [[αυτοκίνητο]] [[εκεί]]» β. «τὰ μὴ πατέουσιν ἅμαξαι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[καταπατώ]], [[περιφρονώ]], [[καταφρονώ]] (α. «δεν [[πατώ]] τον όρκο μου» β. «τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]] σε έναν [[τόπο]], [[συχνάζω]]<br />(α. «δεν πατιέται αυτή η [[κορυφή]] από άνθρωπο» β. «Λῆμνον πατῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> έχω ή [[βάζω]] τα πόδια μου σε ένα [[σημείο]] του εδάφους<br /><b>2.</b> [[στηρίζω]], [[ακουμπώ]] τα πόδια μου στη γη («δεν [[μπορώ]] να πατήσω»)<br /><b>3.</b> [[πατώνω]], [[ακουμπώ]] τα πόδια στον πυθμένα<br /><b>4.</b> (για [[πράγμα]]) [[εφαρμόζω]] [[τελείως]] [[πάνω]] στο [[δάπεδο]] («το [[τραπέζι]] δεν πατάει [[παντού]]»)<br /><b>5.</b> [[περπατώ]] [[γρήγορα]], [[βαδίζω]] γοργά («πάτα για να προφτάσουμε το [[αυτοκίνητο]]»)<br /><b>6.</b> [[πιέζω]] [[κάτι]] με τα πόδια ή με [[άλλο]] [[μέσο]], [[πατικώνω]], [[στοιβάζω]] («πάτησε τα ρούχα για να χωρέσουν»)<br /><b>7.</b> [[πιέζω]] με το [[πόδι]], [[σκουντώ]] («[[πατάω]] [[φρένο]]»)<br /><b>8.</b> [[σπρώχνω]] [[κάτι]] για να υποχωρήσει («πατάει το [[κουμπί]] της μηχανής»)<br /><b>9.</b> [[πιέζω]], [[δίνω]] [[βάρος]] από [[πάνω]] («[[γιατί]] [[πατάς]] την [[πένα]], όταν γράφεις;»)<br /><b>10.</b> σιδερώνω («μού πάτησε λίγο το [[σακάκι]]»)<br /><b>11.</b> [[συμπιέζω]], [[συνθλίβω]], ζουλάω («πάτησα το σπειρί κι έσπασε»)<br /><b>12.</b> [[τραυματίζω]] από [[σύνθλιψη]] («το [[άλογο]] το πάτησε το [[σαμάρι]]»)<br /><b>13.</b> (για οχήματα) [[παρασύρω]] με τους τροχούς, [[καταπλακώνω]] («τον πάτησε το [[αυτοκίνητο]]»)<br /><b>14.</b> [[πηγαίνω]], [[συχνάζω]] [[κάπου]] («δεν πατάει στην [[εκκλησία]]»)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν πατάει [[χάμου]]» — λέγεται για αλαζόνα<br />β) «δεν [[πατάς]] καλά» — δεν συμπεριφέρεσαι σωστά<br />γ) «[[πατώ]] στα κάρβουνα» — κατέχομαι από [[μεγάλη]] [[ανησυχία]] και φόβο περιμένοντας [[κάτι]]<br />δ) «πάτησε στην [[πίτα]]» ή «στην [[αγκινάρα]]» — αστόχησε στις επιδιώξεις του, απέτυχε με γελοίο τρόπο<br />ε) «[[πατάω]] [[πόδι]]» — [[απαιτώ]] [[κάτι]] έντονα και με [[επιμονή]], [[προβάλλω]] έντονη [[αξίωση]] και [[επιβάλλω]] τη θέλησή μου<br />στ) «μέ πάτησες και μέ ξενύχιασες» — πάτησες [[πάνω]] στο [[πόδι]] μου, στα δάχτυλα μου<br />ζ) «πατείς με [[πατώ]] σε» — λέγεται για μεγάλο συνωστισμό<br />η) «τον πάτησα στον κάλο» ή «του πάτησα τον κάλο» — τον έθιξα σε ευαίσθητο [[σημείο]]<br />θ) «πάτησα μια δουλειά...» — εργάστηκα υπερβολικά<br />ι) «πάτησα φαΐ για [[δέκα]]» — έφαγα όσο [[δέκα]] άνθρωποιια) «του πάτησα ένα [[ξύλο]]...» — τον έδειρα πολύ<br />ιβ) «του πάτησα ένα [[βρισίδι]]...» — τον καθύβρισα<br />ιγ) «του πάτησα μια [[κατσάδα]]...» — του έκανα έντονη [[επίπληξη]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) [[πεπατημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />[[γνωστός]] από παλαιά, [[κοινός]], πολύ [[συνηθισμένος]] (α. «ακολουθεί την πεπατημένη» — ακολουθεί την [[παράδοση]]<br />β. «πεπατημένοι ῥήσεις», Φίλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]]<br /><b>2.</b> [[καταπατώ]], [[ποδοπατώ]], [[τσαλαπατώ]] («βουλὴν πατήσεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συχνάζω]] με αθέμιτο σκοπό [[κάπου]], [[μεταχειρίζομαι]] ασεβώς [[κάτι]] («[Ἐρινύες] ἀπέπτυσαν εὐνὰς ἀδελφοῡ τῷ πατοῦντι δυσμενεῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[συνθλίβω]] με τα πόδια, [[αλωνίζω]] («κριθὴν καλῶν πεπατημένην», πάπ.)<br /><b>5.</b> [[καταβάλλω]], [[κατανικώ]], [[εξοντώνω]] («θανάτῳ θάνατον πατήσας», απολυτ. Κυρ. [[Πάσχα]])<br /><b>6.</b> [[μελετώ]], [[ασχολούμαι]] με το [[έργο]] κάποιου («ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς... οὐδ' Αἴσωπον πεπάτηκας», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[πάτος]] (Ι) με τη σημ. «[[πυθμένας]], [[πάτημα]]» έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. <i>πατῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀπό</i>-<i>πατος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀπο</i>-<i>πατῶ</i>, [[περί]]-<i>πατος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-<i>πατῶ</i>). Κατ' [[άλλη]], αντίθετη [[άποψη]], το ρ. <i>πατῶ</i> παράγεται από το ουσ. [[πάτος]] (Ι), το οποίο, με τη σημ. «[[μονοπάτι]], [[δρόμος]] που πατιέται [[συχνά]]», θεωρείται παρλλ. τ. της λ. [[πόντος]]. Η [[άποψη]] αυτή θα μπορούσε πιθ. να οδηγήσει σε μια ετυμολόγηση τών λ. [[πάτος]], <i>πατῶ</i>, προσκρούει, όμως, σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
}}