Anonymous

πρόσφυση: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(35)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η /[[πρόσφυσις]], -ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. -ύσιος, Α [[προσφύω]]<br />[[συνένωση]], [[προσκόλληση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκόλληση]] ανομοιογενών σωμάτων [[κατά]] την [[επαφή]] τους<br /><b>2.</b> η [[ικανότητα]] ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή [[πορεία]] [[πάνω]] στον δρόμο [[χωρίς]] να εκτρέπεται από αυτήν, κν. [[κράτημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] προσκόλλησης, όπως π.χ. τών σκελών [[πάνω]] στο [[σώμα]], του διαφράγματος στη σπονδυλική [[στήλη]], του ομφαλού στα έμβρυα κ.λπ. («[[ὀδύνη]] λαμβάνει εἰς τὴν πρόσφυσιν τοῡ ἰσχίου», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (στον <b>Αριστοτ.</b>) [[κάθε]] εξωτερική ή [[μετέπειτα]] γινόμενη [[αύξηση]], η οποία δεν αποτελεί [[μέρος]] του οργανισμού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[σύμφυση]] («ἡ τοῡ ᾠοῡ [[πρόσφυσις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τα δένδρα) η [[ανάπτυξη]] νέου ξύλου<br /><b>4.</b> (για την [[τροφή]]) [[αφομοίωση]], [[χώνευση]]<br /><b>5.</b> το να συγκρατείται [[κάποιος]] ή [[κάτι]] ισχυρά [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=η /[[πρόσφυσις]], -ύσεως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. -ύσιος, Α [[προσφύω]]<br />[[συνένωση]], [[προσκόλληση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκόλληση]] ανομοιογενών σωμάτων [[κατά]] την [[επαφή]] τους<br /><b>2.</b> η [[ικανότητα]] ενός οχήματος να διατηρείται στην επιθυμητή [[πορεία]] [[πάνω]] στον δρόμο [[χωρίς]] να εκτρέπεται από αυτήν, κν. [[κράτημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περίπτυξη]], [[εναγκαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] προσκόλλησης, όπως π.χ. τών σκελών [[πάνω]] στο [[σώμα]], του διαφράγματος στη σπονδυλική [[στήλη]], του ομφαλού στα έμβρυα κ.λπ. («[[ὀδύνη]] λαμβάνει εἰς τὴν πρόσφυσιν τοῦ ἰσχίου», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (στον <b>Αριστοτ.</b>) [[κάθε]] εξωτερική ή [[μετέπειτα]] γινόμενη [[αύξηση]], η οποία δεν αποτελεί [[μέρος]] του οργανισμού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[σύμφυση]] («ἡ τοῦ ᾠοῡ [[πρόσφυσις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τα δένδρα) η [[ανάπτυξη]] νέου ξύλου<br /><b>4.</b> (για την [[τροφή]]) [[αφομοίωση]], [[χώνευση]]<br /><b>5.</b> το να συγκρατείται [[κάποιος]] ή [[κάτι]] ισχυρά [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}