3,276,932
edits
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, κυπρ. τ. ἁγάνα Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θέλγητρο]], [[γοητεία]] («η [[σαγήνη]] τών λόγων του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο αλιευτικό [[δίχτυ]] που ρίχνεται στη [[θάλασσα]] και [[μετά]] από ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]] μαζεύεται, πιθ. ο γρίπος («καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῑς σαγήναις | |mltxt=η, ΝΜΑ, κυπρ. τ. ἁγάνα Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θέλγητρο]], [[γοητεία]] («η [[σαγήνη]] τών λόγων του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο αλιευτικό [[δίχτυ]] που ρίχνεται στη [[θάλασσα]] και [[μετά]] από ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]] μαζεύεται, πιθ. ο γρίπος («καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῑς σαγήναις αὐτοῦ», ΠΔ.)<br /><b>2.</b> κυνηγετικό [[δίχτυ]]<br /><b>3.</b> ο [[υμένας]] που καλύπτει την [[κοιλιά]] και τα έντερα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] πλοίου του βυζαντινού πολεμικού ναυτικού που έφερε [[πλήρωμα]] 40 [[ανδρών]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[είδος]] αλιευτικού ή άλλου ιστιοφόρου πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος, άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>sagena</i>) και στη [[συνέχεια]] η Γαλλική (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>seine</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |