Anonymous

προφέρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(1b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και προφέρνω Ν<br />[[εκφωνώ]], [[αρθρώνω]] φθόγγους ή φράσεις, [[ξεστομίζω]] (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει [[λέξη]]» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ.<br />γ. «μῡθον προφέρων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φέρνω]], [[δίνω]] ύπαρξη σε [[κάτι]], [[παράγω]] (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ... [[πάντα]] εἰς τὸν κόσμον προφέρειν», Μεθόδ.<br />β. «μέγα προφέρειν εἰς τὸ κτήσασθαι δύναμιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[προσφέρω]] (α. «προενέγκας τὴν ἐπιστολήν», πάπ.<br />β. «ὡς [[ὄρνις]]... νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] ή [[εκτοξεύω]] κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου (α. «προφέρειν σοι Μηδείης τὴν ἁρπαγήν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]] («μὴ προφέρετε τὴν [[τότε]] γενομένην ξυνωμοσίαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προβάλλω]] την [[εξουσία]] κάποιου, [[αναφέρω]] ως [[επιχείρημα]] ή ως [[δικαιολογία]] (α. «προφέρειν τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «προφέρων Ἄρτεμιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[μαντείο]]) [[αναθέτω]] σε κάποιον ως [[έργο]] («τὴν Πυθίην προφέρειν σφι τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῡν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]] («ἄγε δὴ πρόφερε κρατερὸν [[μένος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εξάγω]], [[βγάζω]] από [[κάπου]] («ἐκ τοῡ ἀγαθοῡ θησαυροῡ τῆς καρδίας αὐτοῡ προφέρει τὸ ἀγαθόν», ΚΔ)<br /><b>8.</b> [[αναρπάζω]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] και το [[μεταφέρω]] [[μακριά]] (α. «[[θάνατος]] προφέρων σώματα τέκνων», <b>Ευρ.</b><br />β. «προφέρουσα κακὴ ἀνέμοιο [[θύελλα]] ἤ εἰς [[ὄρος]] ἤ εἰς κῡμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[κινώ]], [[φέρω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («πρόφερε [[πόδα]] σὸν ἐπὶ [[πλάτας]] Ἀχαιῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προάγω]], [[βοηθώ]] («ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῡ, προφέρει δὲ καὶ ἔργου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[υπερέχω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον [[άλλο]] ή όλους τους άλλους ή τα άλλα (α. «δόξας ἔργα πολὺ προφέρει», <b>Σιμων.</b><br />β. «πλούτῳ καὶ ἐξουσίᾳ ὀλίγον προφέρετε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[φέρνω]], [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε κάποιον («[[προφέρω]] [[λύχνον]] τινὶ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>13.</b> [[γεννώ]] [[παιδιά]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προφέρω]] εἰς [[μέσον]]» ή «[[προφέρω]] εἰς τὸ [[μέσον]]» — [[δημοσιεύω]], [[γνωστοποιώ]]<br />β) «[[προφέρω]] ποιήματα» — [[απαγγέλλω]]<br />γ) «[[προφέρω]] ἔριδα» — [[αμιλλώμαι]], [[ανταγωνίζομαι]]<br />δ) «[[προφέρω]] πόλεμον» — [[πολεμώ]].
|mltxt=ΝΜΑ, και προφέρνω Ν<br />[[εκφωνώ]], [[αρθρώνω]] φθόγγους ή φράσεις, [[ξεστομίζω]] (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει [[λέξη]]» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ.<br />γ. «μῡθον προφέρων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φέρνω]], [[δίνω]] ύπαρξη σε [[κάτι]], [[παράγω]] (α. «σοφίαν τοῦ Θεοῡ... [[πάντα]] εἰς τὸν κόσμον προφέρειν», Μεθόδ.<br />β. «μέγα προφέρειν εἰς τὸ κτήσασθαι δύναμιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[προσφέρω]] (α. «προενέγκας τὴν ἐπιστολήν», πάπ.<br />β. «ὡς [[ὄρνις]]... νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] ή [[εκτοξεύω]] κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου (α. «προφέρειν σοι Μηδείης τὴν ἁρπαγήν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]] («μὴ προφέρετε τὴν [[τότε]] γενομένην ξυνωμοσίαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προβάλλω]] την [[εξουσία]] κάποιου, [[αναφέρω]] ως [[επιχείρημα]] ή ως [[δικαιολογία]] (α. «προφέρειν τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «προφέρων Ἄρτεμιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[μαντείο]]) [[αναθέτω]] σε κάποιον ως [[έργο]] («τὴν Πυθίην προφέρειν σφι τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῡν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]] («ἄγε δὴ πρόφερε κρατερὸν [[μένος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εξάγω]], [[βγάζω]] από [[κάπου]] («ἐκ τοῦ ἀγαθοῡ θησαυροῡ τῆς καρδίας αὐτοῦ προφέρει τὸ ἀγαθόν», ΚΔ)<br /><b>8.</b> [[αναρπάζω]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] και το [[μεταφέρω]] [[μακριά]] (α. «[[θάνατος]] προφέρων σώματα τέκνων», <b>Ευρ.</b><br />β. «προφέρουσα κακὴ ἀνέμοιο [[θύελλα]] ἤ εἰς [[ὄρος]] ἤ εἰς κῡμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[κινώ]], [[φέρω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («πρόφερε [[πόδα]] σὸν ἐπὶ [[πλάτας]] Ἀχαιῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προάγω]], [[βοηθώ]] («ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῡ, προφέρει δὲ καὶ ἔργου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[υπερέχω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον [[άλλο]] ή όλους τους άλλους ή τα άλλα (α. «δόξας ἔργα πολὺ προφέρει», <b>Σιμων.</b><br />β. «πλούτῳ καὶ ἐξουσίᾳ ὀλίγον προφέρετε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[φέρνω]], [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε κάποιον («[[προφέρω]] [[λύχνον]] τινὶ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>13.</b> [[γεννώ]] [[παιδιά]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προφέρω]] εἰς [[μέσον]]» ή «[[προφέρω]] εἰς τὸ [[μέσον]]» — [[δημοσιεύω]], [[γνωστοποιώ]]<br />β) «[[προφέρω]] ποιήματα» — [[απαγγέλλω]]<br />γ) «[[προφέρω]] ἔριδα» — [[αμιλλώμαι]], [[ανταγωνίζομαι]]<br />δ) «[[προφέρω]] πόλεμον» — [[πολεμώ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm