Anonymous

σκάμμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[σκάπτω]], [[τόπος]] σκαμμένος, [[κοίλωμα]], [[λάκκος]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο [[κατάλληλος]] για την [[τέλεση]] διαφόρων αγωνισμάτων, όπως της πάλης, του άλματος κ.ά.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του γυμναστηρίου όπου τελείται το [[αγώνισμα]] της πάλης<br /><b>2.</b> αφρώδες [[νερό]] με [[σαπούνι]] που απομένει στη [[σκάφη]] [[μετά]] το [[πλύσιμο]] λεπτών [[συνήθως]] ενδυμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του ιπποδρόμου που βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[σφενδόνη]], το [[πέταλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[σκάπτω]], το [[σκάψιμο]]<br /><b>2.</b> [[αυλάκι]] με ενδείξεις, κατάλληλο για τη [[μέτρηση]] του μήκους του άλματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τοῡ σκάμματος ὤν» — [[καθώς]] βρίσκεται σε κρίσιμη [[στιγμή]]<br />β) «ἐπὶ μείζονα σκάμματα» — σε μεγάλους κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκάπ</i>-<i>τω</i> (για το θ. <i>σκαπ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>γράμ</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=-ατος, το, ΝΑ<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[σκάπτω]], [[τόπος]] σκαμμένος, [[κοίλωμα]], [[λάκκος]]<br /><b>2.</b> [[χώρος]] σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο [[κατάλληλος]] για την [[τέλεση]] διαφόρων αγωνισμάτων, όπως της πάλης, του άλματος κ.ά.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του γυμναστηρίου όπου τελείται το [[αγώνισμα]] της πάλης<br /><b>2.</b> αφρώδες [[νερό]] με [[σαπούνι]] που απομένει στη [[σκάφη]] [[μετά]] το [[πλύσιμο]] λεπτών [[συνήθως]] ενδυμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] του ιπποδρόμου που βρίσκεται [[απέναντι]] από τη [[σφενδόνη]], το [[πέταλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[σκάπτω]], το [[σκάψιμο]]<br /><b>2.</b> [[αυλάκι]] με ενδείξεις, κατάλληλο για τη [[μέτρηση]] του μήκους του άλματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπὶ τοῦ σκάμματος ὤν» — [[καθώς]] βρίσκεται σε κρίσιμη [[στιγμή]]<br />β) «ἐπὶ μείζονα σκάμματα» — σε μεγάλους κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκάπ</i>-<i>τω</i> (για το θ. <i>σκαπ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σκάβω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, με [[αφομοίωση]] του -<i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>γράμ</i>-<i>μα</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru