σκάμμα
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
-ατος, τό, (σκάπτω)
A that which has been dug, trench, pit, Pl. Lg.845e.
2 action of digging, οὕτω τὸ σ. ποιοῦσι Apollod.Poliorc. 145.5.
II place dug up and sanded, on which wrestlers practised, CIG2758 111 col.3 D (Aphrodisias), cf. IG14.1102.16 (Rome), 1107.10 (ibid.), Gal.Thras.46: prov., ἐπὶ τοῦ σκάμματος ὤν = at a crisis, at a time of trial, Plb.38.18.5; εἰς τοσοῦτο σκάμμα προεκαλεῖτο πάντα ὁντιναοῦν = this was the mighty ring to which he challenged every man whomsoever / to such trials. ., Arr.Epict.4.8.26.
2 place dug up, on which athletes landed in the long jump, AB 224.
3 furrow marking the length of a jump, Sch.Pi.N.5.34a; cf. σκάπτω ΙΙ.3.
German (Pape)
[Seite 888] τό, 1) das Gegrabene, der Graben, die Grube, Plat. Legg. VIII, 845 e. – 2) bes. in den Gymnasien u. Palästren ein tief ausgegrabener od. mit Gräben umzogener, mit Sand überfahrener Platz, auf dem die Athleten sich übten; dah. die Übung, der Kampf selbst, die Gefahr, ἐπὶ τοῦ σκάμματος εἶναι, Pol. 40, 5, 5.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκάμμα -ατος, τό [σκάπτω] kuil.
Russian (Dvoretsky)
σκάμμα: ατος τό
1 ров, канава: διαφθείρειν ὕδωρ ἀλλότριον σκάμμασιν Plat. испортить чужую воду, отведя ее подкопом;
2 (в гимнасиях и палестрах) гимнастический ров: ἐπὶ τοῦ σκάμματος εἶναι погов. Polyb. быть у рва, т. е. быть готовым к решительной схватке.
Greek (Liddell-Scott)
σκάμμα: τό, (σκάπτω) τὸ ἐσκαμμένον, τάφρος, βάραθρον, βόρθος, Πλάτ. Νόμ. 845Ε. ΙΙ. ἐν τοῖς γυμνασίοις, τόπος ἐσκαμμένος καὶ ἐπεστρωμένος ἄμμῳ, ἐφ’ οὗ ἐγυμνάζοντο εἰς τὸ ἅλμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ, στήλ. 3D. 8, κτλ.· παροιμ., ἐπὶ σκάμματος εἶναι, διαγωνίζομαι, Πολύβ. 40. 5, 5· εἴσῳ τοῦ σκ. ἑστηκέναι Ἰω. Χρυσ.· ἐπὶ μείζονα σκ. καλεῖν, εἰς μείζονας κινδύνους ἢ δοκιμασίας, ὁ αὐτ. Περὶ τοῦ τὰ ἐσκαμμένα, ἴδε ἐν λέξ. σκάπτω ΙΙ. 3.
Greek Monolingual
-ατος, το, ΝΑ
1. το αποτέλεσμα του σκάπτω, τόπος σκαμμένος, κοίλωμα, λάκκος
2. χώρος σκαμμένος και επιστρωμένος με άμμο κατάλληλος για την τέλεση διαφόρων αγωνισμάτων, όπως της πάλης, του άλματος κ.ά.
νεοελλ.
1. το τμήμα του γυμναστηρίου όπου τελείται το αγώνισμα της πάλης
2. αφρώδες νερό με σαπούνι που απομένει στη σκάφη μετά το πλύσιμο λεπτών συνήθως ενδυμάτων
μσν.
1. το τμήμα του ιπποδρόμου που βρίσκεται απέναντι από τη σφενδόνη, το πέταλο
αρχ.
1. η ενέργεια του σκάπτω, το σκάψιμο
2. αυλάκι με ενδείξεις, κατάλληλο για τη μέτρηση του μήκους του άλματος
3. παροιμ. φρ. α) «ἐπὶ τοῦ σκάμματος ὤν» — καθώς βρίσκεται σε κρίσιμη στιγμή
β) «ἐπὶ μείζονα σκάμματα» — σε μεγάλους κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάπ-τω (για το θ. σκαπ- βλ. λ. σκάβω) + κατάλ. -μα, με αφομοίωση του -π- (πρβλ. γράμμα)].
Translations
pit
Albanian: gropë; Arabic: حُفْرَة; Armenian: հոր, փոս; Aromanian: groapã; Azerbaijani: çuxur; Bashkir: соҡор; Belarusian: яма; Bulgarian: яма; Catalan: sot; Chinese Mandarin: 坑, 穴; Czech: jáma; Danish: kule; Dutch: kuil, put; Eastern Bontoc: lokkong; Esperanto: kavo; Faroese: hola; Finnish: kuoppa, monttu; French: fosse; Galician: foxo; Georgian: ორმო; German: Grube, Loch, Vertiefung; Greek: λάκκος; Ancient Greek: βόθρος, βάραθρον, βέθρον, βέρεθρον, ζέρεθρον, σκάμμα; Hawaiian: lua; Hebrew: בור; Hindi: गडडा; Hungarian: gödör, verem; Icelandic: hola, gryfja; Ilocano: abut; Indonesian: lubang; Italian: fossa, buca; Japanese: 落とし穴, 穴; Khmer: ក្រហូង; Kikuyu: irima; Korean: 구멍, 구덩이; Kurdish Northern Kurdish: çal; Latin: fovea, puteus; Lubuagan Kalinga: abut, mamboka; Macedonian: јама; Malayalam: കുഴി; Maori: rua; Marathi: खड्डा; Navajo: łeʼoogeed, nooʼ; Occitan: fòssa, trauc, clot; Ojibwe: waanikaan; Oriya: ଗାଡ; Ossetian: уӕрм; Persian: گودال, چاله, چال; Polish: dół inan, jama; Portuguese: buraco, poço, cavouco, vala, fosso; Romanian: groapă; Russian: яма; Scottish Gaelic: sloc; Serbo-Croatian Cyrillic: јама; Roman: jama; Slovak: jama; Slovene: jama, brezno; Southern Kalinga: lungug; Spanish: fosa; Swedish: grop; Tagalog: hukay, lubak; Telugu: గొయ్యి; Thai: หลุม, บ่อ; Tibetan: ས་དོང; Tocharian B: kāre; Turkish: çukur; Ukrainian: яма; Vietnamese: hố; Welsh: pant; Zazaki: çal