Anonymous

ξανθός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και ξανθιά και [[ξαθός]], -ιά, -ό (ΑΜ [[ξανθός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ([[συνήθως]] για τα μαλλιά και, γενικά, τις [[τρίχες]]) αυτός που έχει [[χρώμα]] χρυσαφί, [[κάπως]] βαθύτερο από το [[χρώμα]] τών ώριμων σταχιών και πολύ ανοιχτότερο από το καστανό, [[κιτρινωπός]] (α. «λαμπρόν τε ἐρυθρῷ λευκῷ τε μειγνύμενον, ξανθὸν γέγονε», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἔστι δὲ τὸ ξανθὸν ἐν τῇ ἴριδι [[χρῶμα]] μεταξὺ τοῡ τε φοινικοῡ καὶ πρασίνου χρώματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει μαλλιά που χρυσίζουν, [[ξανθομάλλης]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ανοιχτό [[χρώμα]] δέρματος<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[χρυσοκίτρινος]] («ξανθὸν [[μέλι]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ξανθό</i>(<i>ν</i>)<br />το χρυσαφί, το ξανθό [[χρώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <i>τα ξανθά γένη</i><br />οι Ρώσοι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανοιχτόχρωμος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δουκάγγ.) «ξανθὸν [[φάρμακον]], ἔστι [[σιδηρίτης]] δι' οὔρου και θεὶου οἰκονομηθέν, καὶ ἡ καδμία»<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για τη [[χολή]]) [[κίτρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ερυθρόχρωμος, [[ερυθρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με λατ. <i>c</i><i>ā</i><i>nus</i> «[[λευκός]]» δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Αβάσιμη, εξάλλου, [[είναι]] και η [[υπόθεση]] ότι το επίθ. συνδέεται με ετρουσκ. <i>zamθic</i> «ό,τι μοιάζει με χρυσό», [[υπόθεση]] που συνδυάζεται και με την [[άλλη]] [[ονομασία]] [[Ξάνθος]] του ποταμού της Τροίας Σκαμάνδρου, για τον οποίο πίστευαν ότι χρύσιζε τα μαλλιά όσων λούζονταν σ' αυτόν. Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για πελασγικό [[υπόλειμμα]] (<b>βλ.</b> και λ. [[ξουθός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ξανθίζω]], [[ξάνθιο]](<i>ν</i>), [[ξανθότης]](-<i>ητα</i>), [[ξανθωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξάνθη]], [[ξανθύνομαι]], [[ξανθώ]] (Ι), [[ξανθώ]] (II)<br /><b>μσν.</b><br />[[ξάνθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξανθαίνω]], [[ξάνθωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ξανθόγεως]], [[ξανθοδερκής]], [[ξανθόθριξ]], [[ξανθοκάρηνος]], [[ξανθοκάρυον]], [[ξανθοκόμης]], [[ξανθόλευκος]], [[ξανθόλοφος]], [[ξανθομήλινος]], [[ξανθόμματος]], [[ξανθόουλος]], [[ξανθοποιώ]], [[ξανθοφαής]], [[ξανθοφανής]], [[ξανθοφυής]], [[ξανθοχίτων]], [[ξανθόχλους]], [[ξανθόχλωρος]], [[ξανθόχολος]], [[ξανθόχρους]], [[ξανθόχρως]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ξανθοειδής]], [[ξανθοτριχώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξανθοαρχιγένειος]], [[ξανθοβόστρυχος]], [[ξανθοέθειρος]], [[ξανθόπαις]], [[ξανθόπλοκος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ξανθογένης]], [[ξανθοπώγων]], [[ξανθοφρύδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξανθέλασμα]], [[ξανθογονικός]], [[ξανθοδερμία]], [[ξανθόκερας]], [[ξανθοκόκκινος]], [[ξανθομάλλης]], [[ξανθομούστακος]], [[ξανθόξυλο]], [[ξανθόρροια]], <i>ξανθοσγουρομάλλης</i>, [[ξανθόσγουρος]], [[ξανθόσωμα]], [[ξανθοτρίχης]], [[ξανθοφύκη]], [[ξανθοφύλλη]], [[ξανθοχρωμία]], [[ξανθοψία]]. (Β' συνθετικό) <i>επίξανθος</i>, [[ερυθρόξανθος]], [[πυρρόξανθος]], [[υπόξανθος]], [[ωχρόξανθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπέρξανθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αχνόξανθος</i>, [[γαλανόξανθος]], <i>ημίξανθος</i>, <i>θεόξανθος</i>, [[καστανόξανθος]], [[κατάξανθος]], <i>κοκκινόξανθος</i>, [[λαμπρόξανθος]], [[λευκόξανθος]], <i>λιόξανθος</i>, [[ολόξανθος]], <i>σγουρόξανθος</i>, [[τετράξανθος]], [[φαιόξανθος]], [[χαλκόξανθος]], [[χρυσόξανθος]]].
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και ξανθιά και [[ξαθός]], -ιά, -ό (ΑΜ [[ξανθός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ([[συνήθως]] για τα μαλλιά και, γενικά, τις [[τρίχες]]) αυτός που έχει [[χρώμα]] χρυσαφί, [[κάπως]] βαθύτερο από το [[χρώμα]] τών ώριμων σταχιών και πολύ ανοιχτότερο από το καστανό, [[κιτρινωπός]] (α. «λαμπρόν τε ἐρυθρῷ λευκῷ τε μειγνύμενον, ξανθὸν γέγονε», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ἔστι δὲ τὸ ξανθὸν ἐν τῇ ἴριδι [[χρῶμα]] μεταξὺ τοῦ τε φοινικοῡ καὶ πρασίνου χρώματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει μαλλιά που χρυσίζουν, [[ξανθομάλλης]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ανοιχτό [[χρώμα]] δέρματος<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[χρυσοκίτρινος]] («ξανθὸν [[μέλι]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ξανθό</i>(<i>ν</i>)<br />το χρυσαφί, το ξανθό [[χρώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <i>τα ξανθά γένη</i><br />οι Ρώσοι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανοιχτόχρωμος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Δουκάγγ.) «ξανθὸν [[φάρμακον]], ἔστι [[σιδηρίτης]] δι' οὔρου και θεὶου οἰκονομηθέν, καὶ ἡ καδμία»<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για τη [[χολή]]) [[κίτρινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ερυθρόχρωμος, [[ερυθρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με λατ. <i>c</i><i>ā</i><i>nus</i> «[[λευκός]]» δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Αβάσιμη, εξάλλου, [[είναι]] και η [[υπόθεση]] ότι το επίθ. συνδέεται με ετρουσκ. <i>zamθic</i> «ό,τι μοιάζει με χρυσό», [[υπόθεση]] που συνδυάζεται και με την [[άλλη]] [[ονομασία]] [[Ξάνθος]] του ποταμού της Τροίας Σκαμάνδρου, για τον οποίο πίστευαν ότι χρύσιζε τα μαλλιά όσων λούζονταν σ' αυτόν. Έχει διατυπωθεί, [[τέλος]], και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για πελασγικό [[υπόλειμμα]] (<b>βλ.</b> και λ. [[ξουθός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ξανθίζω]], [[ξάνθιο]](<i>ν</i>), [[ξανθότης]](-<i>ητα</i>), [[ξανθωπός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξάνθη]], [[ξανθύνομαι]], [[ξανθώ]] (Ι), [[ξανθώ]] (II)<br /><b>μσν.</b><br />[[ξάνθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξανθαίνω]], [[ξάνθωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ξανθόγεως]], [[ξανθοδερκής]], [[ξανθόθριξ]], [[ξανθοκάρηνος]], [[ξανθοκάρυον]], [[ξανθοκόμης]], [[ξανθόλευκος]], [[ξανθόλοφος]], [[ξανθομήλινος]], [[ξανθόμματος]], [[ξανθόουλος]], [[ξανθοποιώ]], [[ξανθοφαής]], [[ξανθοφανής]], [[ξανθοφυής]], [[ξανθοχίτων]], [[ξανθόχλους]], [[ξανθόχλωρος]], [[ξανθόχολος]], [[ξανθόχρους]], [[ξανθόχρως]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ξανθοειδής]], [[ξανθοτριχώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξανθοαρχιγένειος]], [[ξανθοβόστρυχος]], [[ξανθοέθειρος]], [[ξανθόπαις]], [[ξανθόπλοκος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ξανθογένης]], [[ξανθοπώγων]], [[ξανθοφρύδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξανθέλασμα]], [[ξανθογονικός]], [[ξανθοδερμία]], [[ξανθόκερας]], [[ξανθοκόκκινος]], [[ξανθομάλλης]], [[ξανθομούστακος]], [[ξανθόξυλο]], [[ξανθόρροια]], <i>ξανθοσγουρομάλλης</i>, [[ξανθόσγουρος]], [[ξανθόσωμα]], [[ξανθοτρίχης]], [[ξανθοφύκη]], [[ξανθοφύλλη]], [[ξανθοχρωμία]], [[ξανθοψία]]. (Β' συνθετικό) <i>επίξανθος</i>, [[ερυθρόξανθος]], [[πυρρόξανθος]], [[υπόξανθος]], [[ωχρόξανθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπέρξανθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αχνόξανθος</i>, [[γαλανόξανθος]], <i>ημίξανθος</i>, <i>θεόξανθος</i>, [[καστανόξανθος]], [[κατάξανθος]], <i>κοκκινόξανθος</i>, [[λαμπρόξανθος]], [[λευκόξανθος]], <i>λιόξανθος</i>, [[ολόξανθος]], <i>σγουρόξανθος</i>, [[τετράξανθος]], [[φαιόξανθος]], [[χαλκόξανθος]], [[χρυσόξανθος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm