3,277,206
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">Nub.</b>" to "''Nub.''") |
mNo edit summary |
||
Line 4: | Line 4: | ||
P. and V. [[λαμβάνω|λαμβάνειν]], ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Eur., ''Cycl.''), Ar. and V. συλλαμβάνειν, μάρπτειν. | P. and V. [[λαμβάνω|λαμβάνειν]], ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, συναρπάζειν, V. καθαρπάζειν, συμμάρπτειν (Eur., ''Cycl.''), Ar. and V. συλλαμβάνειν, μάρπτειν. | ||
[[carry off]]: P. and V. ἀφαρπάζειν, ἐξαρπάζειν, ἁρπάζειν, συναρπάζειν, ἀναρπάζειν, V. ἐξαναρπάζειν; see [[carry off]]. | |||
[[take hold of]]: P. and V. λαμβάνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.), ἅπτεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), ἐφάπτεσθαι (gen.), Ar. and V. λάζυσθαι (acc.), V. ἀντιλάζυσθαι (gen.). | |||
[[arrest]], [[apprehend]]: P. and V. συλλαμβάνειν, συναρπάζειν (Lys.). | |||
[[seize a place, occupy it]]: Ar. and P. καταλαμβάνειν. | |||
[[seize property for payment]]: P. ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.). | |||
[[I have my property seized]]: Ar. τὰ χρήματʼ ἐνεχυράζομαι (''Nub.'' 241). | |||
[[seize as a pledge]]: V. ῥυσιάζειν (acc.). | |||
Met., | Met., [[grasp]] ([[meaning, etc.]]): P. and V. ὑπολαμβάνειν (rare V.), P. καταλαμβάνειν; see [[grasp]]. | ||
[[of desire seizing a person]]: P. and V. ἐμπίπτειν (dat.). | |||
[[of disease seizing a person]]: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), ἐμπίπτειν (dat.), ἐπιλαμβάνειν (acc.), P. ἐπιπίπτειν (dat.). | |||
}} | }} |