3,277,220
edits
(c2) |
(cc2) |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μετέχω]], Α και [[μετίσχω]] και αιολ. τ. [[πεδέχω]])<br />έχω [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[μέτοχος]], έχω [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους, [[συμμετέχω]] (α. «[[ἶσον]] τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», <b>Σοφ.</b>)<br />| <b>νεοελλ.</b> έχω [[μέσα]] μου, [[εμπεριέχω]] [[κάτι]], [[ενέχω]] («τα [[αμφίβια]] μετέχουν της φύσεως και τών χερσαίων ζώων και τών ψαριών»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έχω [[δικαίωμα]] συμμετοχής σε [[κάτι]], έχω [[δικαιοδοσία]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για επισκοπικό θρόνο) [[καταλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> [[συμμερίζομαι]]<br /><b>4.</b> [[ασχολούμαι]] με τον έρωτα, μπλέκομαι ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετέχω]] ἀναψυχήν» — ανακουφίζομαι, [[ησυχάζω]]<br />β) «[[μετέχω]] βρώσεως» — [[τρώω]]<br />γ) «[[μετέχω]] τὸ φυσικόν» — έχω κάποιες ιδιότητες από τη [[φύση]] μου<br />δ) «[[μετέχω]] ὕπνου» — [[κοιμάμαι]]<br />ε) «[[μετέχω]] συγγένειαν [[μετά]]...» — έχω [[συγγένεια]] με...|| (μσν.-αρχ.) (στην πλατωνική [[φιλοσοφία]]) [[συμμετέχω]] [[νοερώς]], [[κοινωνώ]] [[προς]] τις ιδέες, [[προς]] τα συστατικά τών ιδεών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην αριστοτελική [[λογική]]) εμπεριέχομαι, υπάγομαι ως [[τμήμα]], [[αποτελώ]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ μετέχοντες</i><br />οι σύντροφοι, οι συναυτουργοί σε μια [[πράξη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετέχω]] [[περί]] τινος» — έχω [[γνώση]] για [[κάτι]]<br />β) «[[μετέχω]] τοῦ λόγου» — [[γνωρίζω]] το [[μυστικό]]. | |mltxt=(ΑΜ [[μετέχω]], Α και [[μετίσχω]] και αιολ. τ. [[πεδέχω]])<br />έχω [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[μέτοχος]], έχω [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους, [[συμμετέχω]] (α. «[[ἶσον]] τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», <b>Σοφ.</b>)<br />|<b>νεοελλ.</b> έχω [[μέσα]] μου, [[εμπεριέχω]] [[κάτι]], [[ενέχω]] («τα [[αμφίβια]] μετέχουν της φύσεως και τών χερσαίων ζώων και τών ψαριών»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έχω [[δικαίωμα]] συμμετοχής σε [[κάτι]], έχω [[δικαιοδοσία]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για επισκοπικό θρόνο) [[καταλαμβάνω]]<br /><b>3.</b> [[συμμερίζομαι]]<br /><b>4.</b> [[ασχολούμαι]] με τον έρωτα, μπλέκομαι ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετέχω]] ἀναψυχήν» — ανακουφίζομαι, [[ησυχάζω]]<br />β) «[[μετέχω]] βρώσεως» — [[τρώω]]<br />γ) «[[μετέχω]] τὸ φυσικόν» — έχω κάποιες ιδιότητες από τη [[φύση]] μου<br />δ) «[[μετέχω]] ὕπνου» — [[κοιμάμαι]]<br />ε) «[[μετέχω]] συγγένειαν [[μετά]]...» — έχω [[συγγένεια]] με...||(μσν.-αρχ.) (στην πλατωνική [[φιλοσοφία]]) [[συμμετέχω]] [[νοερώς]], [[κοινωνώ]] [[προς]] τις ιδέες, [[προς]] τα συστατικά τών ιδεών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην αριστοτελική [[λογική]]) εμπεριέχομαι, υπάγομαι ως [[τμήμα]], [[αποτελώ]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ μετέχοντες</i><br />οι σύντροφοι, οι συναυτουργοί σε μια [[πράξη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μετέχω]] [[περί]] τινος» — έχω [[γνώση]] για [[κάτι]]<br />β) «[[μετέχω]] τοῦ λόγου» — [[γνωρίζω]] το [[μυστικό]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':metšcw 姆特誒何< | |sngr='''原文音譯''':metšcw 姆特誒何<br />'''詞類次數''':動詞(8)<br />'''原文字根''':同著-有<br />'''字義溯源''':分享,享受,有分,分受,參與,成了,屬;由([[μετά]])*=同)與([[ἔχω]])*=持)組成<br />'''同源字''':1) ([[ἔχω]])持有 2) ([[μετέχω]])分享 3) ([[μετοχή]])有分 4) ([[μέτοχος]])有分者 5) ([[συμμέτοχος]])同有分者參讀 ([[κοινωνέω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(8);林前(5);來(3)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 分享(2) 林前10:21; 林前10:30;<br />2) 享田(1) 來5:13;<br />3) 是屬(1) 來7:13;<br />4) 成了(1) 來2:14;<br />5) 去分享(1) 林前9:10;<br />6) 分受(1) 林前10:17;<br />7) 享受(1) 林前9:12 | ||
}} | }} |